Γράφει η Χριστίνα Φίλιππα
Μια σημαντική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία του νεοελληνικού θεάτρου του 19ου αιώνα είναι αναμφίβολα ο Αιγιώτης Πανάγος Μελισσιώτης. Η «παραδοξοτέρα ύπαρξις του νεοελληνικού θεάτρου» όπως τον ονόμασε ο Νικόλαος Λάσκαρης, ο μεγάλος μελετητής του θεάτρου του 19ου αιώνα. Η προσωπικότητά και το έργο του απασχόλησαν για πολλά χρόνια, εφημερίδες, κριτικούς, λογίους, καθηγητές πανεπιστημίου και το θεατρικό κοινό της Αθήνας. και το λήμμα με το όνομά του αναφέρεται σε όλες τις μεγάλες εγκυκλοπαίδειες, αλλά και σε πανεπιστημιακά θεατρικά τμήματα, μελέτες και συνέδρια που αφορούν στο νεοελληνικό θέατρο του 19ου αιώνα.
Ο Μελισσιώτης δεν ήταν μορφωμένος . Ήξερε ελάχιστα γράμματα και το επάγγελμά του ήταν κουρέας, γνωστός στην Αθήνα με το παρωνύμιο ή παρατσούκλι «Άψε Σβήσε» που του έδωσε ο δημοσιογράφος και ιδιοκτήτης του «Ραμπαγά», Κλεάνθης Τριαντάφυλλος ο οποίος ήταν πελάτης του , διότι ο Πανάγος εκτός της ανορθογραφίας είχε και πρόβλημα εκφοράς του λόγου δηλαδή μασούσε τις λέξεις και κυρίως τα φωνήεντα. Θέλοντας να δείξει στους πελάτες του ότι θα εξυπηρετηθούν πολύ γρήγορα και καλά, χρησιμοποιούσε πολύ την έκφραση «στο άψε σβήσε», εννοώντας «Αναψε Σβήσε». Από εκεί βγήκε η έκφραση που όλοι χρησιμοποιούμε πλέον για να δείξουμε την ταχύτητα μιας ενέργειας που εκτελείται...
Ο Πανάγος Μελισσιώτης γεννήθηκε το 1854 στο Αίγιο. Ο πατέρας του λεγόταν Νικόλαος και ήταν αγροφύλακας και η μητέρα του Δημητρούλα, μία θεοσεβούμενη γυναίκα η οποία χήρεψε τρία χρόνια μετά τη γέννηση του Πανάγου και ξαναπαντρεύτηκε τον Χριστόπουλο ή Μπαγατέλα που ήταν νεροκουβαλητής. Η Δημητρούλα ονειρευόταν να μάθει ο γιος της γράμματα για να ψέλνει και τον έστειλε στο σχολείο αλλά όπως αποδείχθηκε, μάταιος ο κόπος της. Σε διάρκεια 2 ετών με το ζόρι συλλάβιζε ο Πανάγος, ο οποίος προτιμούσε να φεύγει και να περιφέρεται στους αγρούς για να απολαμβάνει τη φύση. Είδε και απόειδε η μάνα του κα όταν έγινε 10 ετών αποφάσισε να τον στείλει στον ξάδελφο της Δαμασκηνό που ήταν στο Μοναστήρι των Ταξιαρχών μήπως και εκεί μάθει επιτέλους γράμματα αν και ο ίδιος ο Δαμασκηνός ήταν αγράμματος. Ο καημένος ο Μελλισιώτης με πόνο καρδιάς και «μετά δακρύων» έβγαλε την φουστανέλα του και φόρεσε το ράσο. Η μόνη του χαρά ήταν όταν πήγαινε στην Κουνινά να πάει τα άπλυτα και να φέρει τα πλυμένα του θείου του και τότε εκμεταλλευόμενος την περίσταση, περνούσε σχεδόν όλη τη μέρα του με διάφορους βοσκούς ακούγοντας τη φλογέρα τους και τραγουδώντας, κάτι που τον συγκινούσε πολύ περισσότερο από την ψαλτική.
Ο θείος του κάποια στιγμή απηύδησε, προφανώς, με την ανυπακοή του και τον έδιωξε από το μοναστήρι. Όμως αυτά τα τρία χρόνια της εκεί παραμονής του και χάρη στις προσπάθειες του διακόνου Αυξεντίου που αργότερα έγινε ηγούμενος , έμαθε να διαβάζει και να γράφει έστω και ανορθόγραφα.
Διωγμένος και από τη Μονή, επέστρεψε στο Αίγιο και η μάνα του τον έβαλε στη δούλεψη του Γ. Ιωαννίδη που ήταν δάσκαλος. Αυτός όμως αντί να διδάσκει γράμματα στον δύστυχο Πανάγο τον έστελνε να δουλεύει στα χωράφια του. Ο Πανάγος έμεινε λίγα χρόνια στο Αίγιο και έφυγε για την Πάτρα όπου δούλεψε ως βοηθός σε κουρείο. Στην Πάτρα έκανε πολύ άστατη ζωή, χαρτοπαίζοντας και πίνοντας. Το έτος 1874, είναι η χρονιά που θα καθορίσει το μέλλον του. Θα παρακολουθήσει, μετά επιμονή φίλων του, τον θίασο του Παντελή Σούτσα στην δραματική παράσταση Marie-Jeanne, ou la femme du peuple του γάλλου Αδόλφου Ντενερύ (γραμμένο το 1845) με τον εξελληνισμένο τίτλο «Μαρία Ιωάννα ή τα αποτελέσματα της μέθης». Ο Πανάγος θα εντυπωσιαστεί τόσο πολύ από αυτή την παράσταση ώστε θα αποφασίσει να ξεκόψει από τις κακές συνήθειές του την επομένη κιόλας μέρα. Είναι ένα γεγονός το οποίο όποτε το διηγείτο τα επόμενα χρόνια σε γνωστούς και φίλους, πάντα δάκρυζε.
Επηρεασμένος από την παράσταση, άρχισε να επισκέπτεται την Αθήνα για να παρακολουθεί θέατρο μέχρις ότου αποφάσισε να εγκατασταθεί μονίμως στην πρωτεύουσα. Αρχικά, προσελήφθη στο κουρείο του Γεωργαντά κατά το έτος 1876 και πολύ σύντομα άνοιξε το δικό του κουρείο. Δύο χρόνια μετά το 1878, αποφάσισε και πούλησε το κουρείο του, συγκέντρωσε περίπου δέκα χιλιάδες δραχμές και αφού έπεισε μερικούς Αιγιώτες, έφυγαν για να πολεμήσουν στο πλευρό του σουλιώτη Γάκη Ζήκου κατά την επανάσταση για την απελευθέρωση της Ηπείρου.
Όταν επέστρεψε στην Αθήνα άνοιξε πάλι το κουρείο του στην Ομόνοια. Τότε πήρε και το παρατσούκλι «Άψε Σβήσε» από τον Κλεάνθη Τριαντάφυλλο που ήταν πελάτης του. Το να είσαι, βέβαα, πελάτης του Μελισσιώτη «είναι μία κουβέντα» (που λέει και ο λαός μας). Έπρεπε να είσαι οπλισμένος με υπομονή και κουράγιο. Ο Μελισσιώτης εκεί που σε ξύριζε, μπορεί να είχε έμπνευση συγγραφική. Αυτό σήμαινε ότι άνευ ουδεμίας προειδοποιήσεως παρατούσε τον πελάτη και έτρεχε σε διπλανό καφενείο που είχε μολύβι και χαρτί να αποτυπώσει την έμπνευσή του. «Ουαί και αλλοίμονο», αν τόλμαγες να του κάνεις παρατήρηση. Σε διαολόστελνε μεγαλοπρεπώς! Το κουρείο του «Αψε Σβήσε» είχε τόση κίνηση που συχνά αναφέρεται ως καφενείο.
Ο Μελισσώτης ήταν ένας ευφυής άνθρωπος, με μεγάλη αυτοπεποίθηση και εξαιρετικά ετοιμόλογος. Παρά τη μεγάλη απήχηση των έργων του, δεν πήραν τα μυαλά του αέρα. Κάποιοι λόγιοι της εποχής, ενοχλημένοι με την μεγάλη του επιτυχία προσπάθησαν αρκετές φορές να τον ειρωνευτούν. Κάποτε ένας γνωστός συγγραφέας όταν τον συνάντησε του είπε:
-Καλησπέρα σας, κύριε συνάδελφε!
-Ω! και σείς κουρεύς; Και πού είναι το κουρείον σας; (του απάντησε ο Πανάγος).
Κάποτε άλλοτε, μετά την παράσταση της «Χάϊδως» συνάντησε ένα θεατρικό κριτικό και τον ρώτησε, πώς του φάνηκε η «Χάϊδω» .
- Να σου πω Πανάγο….(άρχισε με ύφος βαρύγδουπο ο κριτικός) την ευρίσκω πολύ ωχράν.
- Τι λες αδελφέ!!! Ωχρά η Χάϊδω μου;; μα δεν την είδες πώς ήταν κόκκινη σαν παπαρούνα; (απάντησε ο ευφυής κουρέας προσποιούμενος ότι δε κατάλαβε).
- Ύστερα δεν έχει και την απαιτούμενη οικονομία….(συνέχισε ο κριτικός)
- Δε θα πρόσεξες φαίνεται, φίλε μου! Εγώ τη Χάϊδω μου την έχω κάνει νοικοκυρά και οικονόμα πρώτης τάξεως!
- Ύστερα σου λείπει και η τέχνη….
- Τέχνη, λες! Ελα αύριο να σε ξουρίσω να ιδής τι τέχνη έχω!!!
Οπότε κατάλαβε επιτέλους ο κριτικός ότι τον δούλευε ψιλό γαζί ο Πανάγος.
Ο Μελισσιώτης δεν ήταν μόνο περήφανος για τα θεατρικά του κείμενα αλλά και για το αντιπυτιριδιούχο υγρό του που παρασκεύασε μόνος του και το οποίο έκανε θραύση.
Ο Νικόλαος Λάσκαρης αναφέρει ότι στην Αθήνα αγάπησε κάποια κοπέλα την οποία δεν κατόρθωσε να κλέψει και πληγώθηκε πολύ. Ο Αριστ..Σταυρόπουλος στο βιβλίο του «Ιστορία της πόλεως του Αιγίου» αναφέρει ότι ο Μελισσιώτης κατά το έτος 1892 αρραβωνιάστηκε την αιγιώτισσα Μαρία Καραθανασοπούλου η οποία ήταν αδελφή των γνωστών οδοντιάτρων της Πάτρας, Θάνου και Δημήτριου Καραθανασόπουλου. Αυτός ο αρραβώνας διαλύθηκε εξ αιτίας κάποιας παρεξηγήσεως, γεγονός που τον πόνεσε και λέγεται ότι αυτή η τραυματική εμπειρία υπήρξε η έμπνευση για το έργο του «ΧάΙδω η λυγερή». Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για δύο διαφορετικές περιπτώσεις άτυχης συναισθηματικής σχέσης, ή πρόκειται για την ίδια ιστορία.
Ο Μελισσιώτης είχε έμφυτη δημιουργικότητα. Αρχικά συμμετείχε σε ξένες παραστάσεις ως τραγουδιστής με τον ταμπουρά ή το μπουζούκι του τραγουδώντας δημοτικά τραγούδια ή και αυτοσχεδίαζε. Αυτή η ικανότητα του να αυτοσχεδιάζει τα τραγούδια που εκτελούσε στις παραστάσεις τον οδήγησε στην απόφαση να γράψει θεατρικά έργα. Δεν γνώριζε κανόνες δραματικής τέχνης, όπως δεν γνώριζε και κανόνες γραμματικής άλλωστε. Ο Μιστριώτης τον ανέφερε «ως υπόδειγμα δραματικής αυτομάθειας». Ο Σκώκος στο «Εθνικόν Ημερολόγιον» του 1894, σε άρθρο που υπογράφει ο ίδιος με τίτλο «Αψε Σβήσε», αποκαλεί «αστείους» όσους προσπάθησαν να αναλύσουν την «Χάιδω» με τους κανόνες «Περί ποιητικής» του Αριστοτέλη για να απαξιώσουν το έργο του. Το κοινό, εσυγκινείτο, ενθουσιαζόταν με τον πηγαίο και αληθινό τρόπο απόδοσης του θέματος των έργων του. Μορφές της επιστήμης και των τεχνών, όχι μόνον έλληνες, αναφέρθηκαν στο έργο του για να το υπερασπιστούν ή να τον κατακρίνουν, όπως ο γερμανός ελληνιστής και γλωσσολόγος Αλμπερ Τούμπ που το 1904 με επιστολή του στην «Εστία» εκθειάζει το έργο του Μελισσιώτη γεγονός που προκάλεσε την μήνι του καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών, Ανδρέα Σκιά, ο οποίος δύο μέρες μετά θα απαντήσει σε έντονο ύφος στην ίδια εφημερίδα και θα προσπαθήσει να αντικρούσει τον Τούμπ. .Στη διαμάχη αυτή θα εμπλακεί απαντώντας από τις σελίδες του «Νουμά» και ο Κωστής Παλαμάς με μακροσκελές άρθρο του διαφωνώντας με τον Σκιά.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Η «Χάιδω η λυγερή» Έμμετρο τρίπρακτο δραματικό ειδύλλιο, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο και δημοτική γλώσσα. Πρώτη παράσταση στο θέατρο «Ομόνοια», 17 Σεπτεμβρίου 1892. Τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος στη δράση είναι δεκατρία από τα οποία μόνο τρεις είναι γυναίκες. Οι σκηνές τοποθετούνται στην Αράχωβα και τα Άγραφα. (Πανελλήνιος Θίασος. Συνεργασία Δημοσθένη Αλεξιάδη και Ευάγγελου Παντόπουλου). Ο Μελισσιώτης όταν έγραψε τη Χάϊδω, συμβουλεύτηκε τον καθηγητή και συγγραφέα Αντώνη Αντωνιάδη ο οποίος συμπαθούσε πολύ τον Πανάγο και ήταν, όπως και ο Τριαντάφυλλος και άλλοι λόγιοι, πελάτης στο κουρείο του. Ο Αντωνιάδης μόλις το διάβασε τον ενθάρρυνε να το τελειοποιήσει.
Η «Θυμιούλα η Γαλαξειδιώτισσα», ναυτικό δραματικό ειδύλλιο σε πέντε πράξεις. Πρώτη παράσταση στο θέατρο «Τσόχα», 1 Ιουλίου 1893. Τη Θυμιούλα θα παίξει για πρώτη φορά η ηθοποιός Μέλπω Κωνσταντοπούλου. (Συνεργασία του Ευάγγελου Παντόπουλου με τον Δημοσθένη Αλεξιάδη και τον Νικόλαο Καρδοβίλη στην Αθήνα - Πανελλήνιος δραματικός Θίασος). Τον ομώνυμο ρόλο θα παίξει το 1895 η σπουδαία ηθοποιός Ελένη Φύρστ. Η «Ακρόπολις» αφιέρωσε τρίστηλο πρωτοσέλιδο για να προλογίσει την «Θυμιούλα τη Γαλαξειδιώτισσα» τρεις μήνες πριν την πρώτη παράσταση του Ιουλίου 1893.
Αλλα έργα του : Η Καλαματιιανή (1895), Μαργαρώ η Μενιδιάτισσα και το ποίημα Τριανταφυλλιά και Πεύκος (1894)
Το 1897 εκδόθηκαν μαζί τα έργα Χάιδω, Θυμιούλα η Γαλαξιδιώτισσα και Καλαματιανή με πρόλογο του Νικόλαου Λάσκαρη για τα οποία γράφει ότι είναι το ένα καλύτερο απ το άλλο.
Ο Μελισσιώτης πέθανε 13 Ιουνίου 1904 από κρίση σκωληκοειδίτιδας. Γράφτηκε πως «έφυγε» σιγοτραγουδώντας τα τραγούδια της «Χάϊδως» του. Μια από τις συγκινητικότερες πληροφορίες που αποκάλυψε η έρευνα αυτή, ήταν ότι έφυγε στην αγκαλιά της μεγάλης αγάπης του, της Μαρίας Καραθανασοπούλου, στην οποία είχε αναφερθεί και ο Σταυρόπουλος την οποία αγάπησε με πάθος πριν 20 χρόνια αλλά τελικά, παντρεύτηκαν δυστυχώς λίγο πριν φύγει από τη ζωή.
Εφημερίδα («Αθήναι» 13/6/1904)
Την κηδεία του ακολούθησε πλήθος κόσμου και ανθρώπων του θεάτρου, τον δε επικήδειο εκφώνησε ο ηθοποιός και θιασάρχης Διονύσιος Ταβουλάρης.
«Τιμώ αυτόν και υπολήπτομαι» είπε για κείνον ο καθηγητής Μιστριώτης. Εύχομαι ο τόπος του το Αίγιο, να τον τιμήσει και κάποια στιγμή να δοθεί στη μνήμη του μία παράσταση ενός έστω εκ των τριών διασωζωμένων δραμάτων του.
ΠΗΓΕΣ
Εθνικόν Ημερολόγιον Σκώκου «Ο Αψε-Σβήσε» 1894, σελ. 337
Σταυρόπουλος Αριστ, «Ιστορία της πόλεως του Αιγίου», Εκδόσεις –Τύπος: Αγγ. Κουλουμπή , Πάτρα , σ. 612-615
Πετράκου Κυριακή, Το ελληνικό θέατρο τον 19ο αιώνα, «Ελληνικό θέατρο των νεοτέρων χρόνων» τμήμα θεατρικών σπουδών ΕΚΠΑ
Μελαμπιανάκη Ευγενία, «Οι πλατείες της Αθήνας 1834-1945» ΕΜΠ 2006 σ. 177
Αποτυπώματα της παράδοσης στο νεοελληνικό θέατρο από τις αρχές της δεκαετίες του 1870 μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους.
Σειραγάκης Μανώλης, «Το τραγούδι ως δομικό θεατρικό στοιχείο» Πανεπιστήμιο Κρήτης
Εφημερίδες, «Αθήναι», «Ακρόπολις», « Αστυ», «Εστία», «Καιροί», «Νέον Αστυ», «Νέος Αιών» (πατρινή), «Νουμάς», «Παλιγγενεσία» .
BLOG COMMENTS POWERED BY DISQUS