Ο Βασίλης Ανδρονόπουλος, (πραγματικό όνομα Βασίλης Καλλιμαχόπουλος), γεννήθηκε το 1838 στο Αίγιο. Ήταν ψηλός, σωματώδης, με μεγάλο μέτωπο, μακριά κατσαρά μαλλιά και μεγάλα μουστάκια.
Έλαβε στοιχειώδη μόρφωση στη γενέτειρα του και ήρθε στην Αθήνα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Άνθρωπος με καλλιτεχνικές ανησυχίες, έφευγε κρυφά από την υπηρεσία του, στη Φρουρά Αθηνών που υπηρετούσε, και πήγαινε ως ηθοποιός σε παραστάσεις χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Ανδρονόπουλος. Μάλιστα κυκλοφορεί και μία ιστορία για εκείνη την περίοδο της ζωής του. Λέγεται ότι κάποια στιγμή έγινε αντιληπτή από το στρατό η πράξη του και δε μπορούσε να ξεφύγει για το θέατρο. Κάποια μέρα περνώντας από την πλατεία Ομονοίας είδε ένα άστεγο που βογκούσε ξαπλωμένος σε ένα πάγκο. Καλόψυχος όπως ήταν, ενδιαφέρθηκε και τον ρώτησε τι του συμβαίνει. Ο άνθρωπος του είπε ότι είναι άρρωστος και δεν έχει που την κεφαλή κλίναι. Ο Ανδρονόπουλος αποφάσισε να τον περιθάλψει και τον πήρε σπίτι του. Και κει του ήρθε μια φαεινή ιδέα! Φώναξε την σπιτονοικοκυρά του και την παρακάλεσε να πάει στον στρατώνα να ζητήσει να φέρουν γιατρό διότι «ο στρατιώτης Ανδρονόπουλος είναι άρρωστος». Η γυναίκα παραξενεύτηκε μεν αλλά πραγματοποίησε αυτό που της ζήτησε. Εν τω μεταξύ, ο Ανδρονόπουλος έντυσε με τα στρατιωτικά του ρούχα τον φιλοξενούμενο και όταν ο γιατρός ήρθε, έδωσε μερικές μέρες άδεια στον «άρρωστο Ανδρονόπουλο». Με αυτό τον τρόπο ο Βασίλης εξασφάλισε λίγες μέρες για το θέατρο. Όταν όμως είπε στον φιλοξενούμενό του, του οποίου το όνομα ήταν επίσης Βασίλης, ότι ήρθε ο καιρός να φύγει, εκείνος αντέδρασε και του είπε:
-Δεν το κουνάω από δω! Είμαι ο Βασίλης Ανδρονόπουλος και αν κάνεις πως με διώχνεις, τρέχω αμέσως και σε καταγγέλω και πας Στρατοδικείο!.
Ετσι ο Ανδρονόπουλος αναγκάστηκε να τον κρατήσει και μάλιστα σιγά-σιγά τον συμπάθησε. Τον πήρε συνεργάτη του στο θέατρο και στις περιοδείες τον είχε πάντα δίπλα του.
Ο Ανδρονόπουλος περιγράφεται ως γελαστός, αγαθός, απλός και ανοιχτοχέρης. Μπορεί να μην είχε θεατρική παιδεία αλλά είχε πλούσιο ταλέντο, μεγάλο πάθος και προπάντων πίστη και ενθουσιασμό.
Όταν απολύθηκε από το στρατό δεν επέστρεψε στο Αίγιο. Μπαρκάρισε. Έφυγε με ένα πλοίο για Κωνσταντινούπολη, που θεωρείτο θεατρική πιάτσα εκείνα τα χρόνια, και συμφώνησε με τον κεφαλλονίτη καπετάνιο τις 12 μέρες που θα διαρκούσε το ταξίδι, να διασκεδάζει τους επιβάτες απαγγέλλοντας στίχους και ηρωϊκά δράματα για να ξεπληρώσει τα έξοδα του.
Πριν ξεκινήσει «το μεγάλο της ζωής του ταξίδιον», έγραψε ένα πολύ τρυφερό και γεμάτο σεβασμό γράμμα στους γονείς του στο οποίο μεταξύ άλλων γράφει:
« (…) ελπίζω με τη βοήθεια του Θεού να συνεχίσω το ωραίο των προγόνων μας έργο, οίτινες δια του θεάτρου ηλέκτριζαν τας ψυχάς των συγχρόνων των. Εάν ποτέ μάθετε, και θα το μάθετε ταχέως είμαι βέβαιος, ότι κάποιος Ανδρονόπουλος δρέπει δάφνας από σκηνής, αυτός θα είναι ο υιός σας, όστις δια της παρούσης ζητεί την ευχή σας (…)».
Έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και από το 1858 έως το 1863 έπαιζε στα εκεί θέατρα και καφενεία με θιάσους που κατά καιρούς συμμετείχε ή δημιουργούσε. Ήταν όμως και φορές που ήταν εντελώς μόνος και κατά τον Νικόλαο Λάσκαρη ήταν συνήθως άνευ θιάσου. Παραθέτουμε ένα σχετικό περιστατικό από εκείνη την περίοδο, όπως μας το διηγείται ο ίδιος ο Λάσκαρης Ο Βασιλάκης, τον οποίο είχε πάντα μαζί του από την εποχή της στρατιωτικής του θητείας, όπως διηγηθήκαμε νωρίτερα, αρρώστησε και δυστυχώς πέθανε. Έτσι ο Ανδρονόπουλος έμεινε μόνος και μάλιστα σε εποχή που είχε στα σκαριά θεατρική παράσταση για να βγάλει τα αναγκαία προς το ζήν. Παρά το θλιβερό γεγονός, δεν πτοήθηκε και συνέχισε να διαλαλεί την παρουσίαση του δράματος «Η Γέννησις του Χριστού» με πολυμελή θίασο, όπως διαφήμιζε, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε άλλο ηθοποιό από τον… εαυτό του και το γαιδαράκο του.
Όταν ήρθε η μέρα και η ώρα της παράστασης, βγήκε στη σκηνή και άρχισε ένα μονόλογο διηγούμενος την υπόθεση του έργου. Αυτό εξόργισε αρκετούς θεατές οι οποίοι εντόνως στο τέλος διαμαρτυρήθηκαν λέγοντας:
- Ακου δω, κύρ Ανδρονόπουλε, τι έργο ήταν αυτό πούπαιξες;; Να μην ξανακάνεις τέτοιο ρεζιλίκι στον τόπο μας, γιατί εμείς δε τρώμε άχυρα.
- Ωραία! Ναι μεν σεις δε τρώτε άχυρα, έπρεπε όμως να φάει τέτοια ο γάιδαρος μου, πούχε μία βδομάδα νηστικός. Συνεπώς….(τους απάντησε ο Ανδρονόπουλος)
Ταξίδεψε σε πολλές πόλεις, όπου υπήρχε ελληνικό στοιχείο. (Σμύρνη, Φιλιππούπολη, Γαλάτσι Ρουμανίας, Βάρνα, Πύργος, Αγχίαλος, Τεργέστη, Βιέννη, Μάντσεστερ). Στο Μάντσεστερ ο «Οθέλλος» του σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία και έγινε πρωτοσέλιδο στον τύπο της περιοχής. Στη Βιέννη έπαιξε και το έργο «Ρήγας ο Θεσσαλός» του Ζαμπέλιου, το οποίο πρωτοπαίχτηκε στην Αθήνα περίπου το 1840 αλλά σύντομα απαγορεύτηκε διότι διαμαρτυρήθηκε ο αυστριακός πρόξενος ότι, κατά τη γνώμη του, προσβάλει τον αυστριακό πρέσβη στην Υψηλή Πύλη! Ταξίδεψε επίσης στην Αίγυπτο και την Κύπρο. Πραγματοποίησε περιοδείες και στην Ελλάδα, (Αθήνα, Λαμία, Τρίκαλα, Λάρισα, Βόλο, Πάτρα, Μεσολόγγι κ.α).
Τον Ανδρονόπουλο διέκρινε μεγάλο πατριωτικό αίσθημα το οποίο φαίνεται και από τα έργα που επέλεγε να ανεβάσει αλλά όπως ο ίδιος ομολογούσε, θεωρούσε χρέος του να παίζει θέατρο και να εμψυχώνει τους ξενιτεμένους και τους αλύτρωτους έλληνες. «Εγώ μ αυτούς θα πεθάνω» έλεγε.
Αγαπημένο του έργο ήταν ο «Σαούλ» του Αλφιέρι, γραμμένο το 1782.
Μια ακόμα χιουμοριστική ιστορία υπάρχει σχετικά με το έργο αυτό.
Κάποτε στο θέατρο Μπούκουρα, παιζόταν ο «Σαούλ». Στον ομώνυμο ρόλο ο Ανδρονόπουλος στο δε ρόλο του Δαυϊδ ο ηθοποιός Καπόλλας. Ένα βράδυ ο Καπόλλας ασθένησε αιφνιδίως και αποχώρησε λίγο πριν την έναρξη της παράστασης. Τον Ανδρονόπουλο τον έλουσε κρύος ιδρώτας γιατί θα έπρεπε να ακυρώσει την παράσταση και να επιστρέψει τα χρήματα των θεατών. Για καλή του τύχη, τελικά, στο κοινό ήταν και ο αρχηγός της Αστυνομίας Βουγιούκος, ο οποίος ανησυχήσας με την αργοπορία, έστειλε τον υπασπιστή του να πάει στα παρασκήνια να ρωτήσει τι συμβαίνει. Όταν ο υπασπιστής επέστρεψε και του είπε τα καθέκαστα, ο Βουγιούκος θύμωσε αλλά κοιτώντας γύρω του, διέκρινε ανάμεσά στους θεατές και ένα λοχία. Αυτό ήταν! Τον φώναξε, λοιπόν, χωρίς δεύτερη σκέψη και του λέει:
-Έχεις παίξει ποτέ σου θέατρο;
-Όχι κύριε διευθυντά, απάντησε έκπληκτος ο λοχίας.
-Δε πειράζει. Θα παίξεις σήμερα!...
-Μααα….κύριε Διευθυντά…(τόλμησε να διαμαρτυρηθεί ο λοχίας).
-Σκασμός ! (απάντησε ο διευθυντής). «Πάρτον», είπε στον ακόλουθό του, «και πήγαινε τον στον κ. Ανδρονόπουλο».
Ο Ανδρονόπουλος με μεγάλη ανακούφιση δέχτηκε την αναπάντεχη λύση.
-Μη φοβάσαι, του είπε. Πανεύκολο είναι. Θα πάρεις το κείμενο και θα διαβάζεις τα λόγια του ρόλου σου.
Ο λοχίας ήταν μουδιασμένος αρχικά, αλλά στη συνέχεια ενθουσιάστηκε! Τον συνεπήρε ο ρόλος και τελείωσε με στόμφο και πολλές χειρονομίες. Τόσο πολύ είχε ενθουσιαστεί που το άλλο πρωί στο στρατώνα αποστήθισε το ρόλο και το απόγευμα εμφανίστηκε καμαρωτός-καμαρωτός, αν και απρόσκλητος, στο θέατρο και ζήτησε να παίξει.
Και όχι μόνο έπαιξε εκείνο το βράδυ αλλά όταν απολύθηκε, έγινε ηθοποιός!
Ο Ανδρονόπουλος δεν ήταν μόνο ηθοποιός. Ήταν και θεατρικός συγγραφέας. Στα έργα του διακρίνεται η πολιτική του θεώρηση για τη ζωή.
Στο πρώτο του έργο, μία τρίπρακτη κωμωδία, με τίτλο « Η αυτοχειρόνητος δημογεροντία και τα πρακτικά αυτής» καυτηριάζει τους δημογέροντες οι οποίοι αποδείχτηκαν άπληστοι και φαύλοι και χρησιμοποίησαν την εξουσία τους σε βάρος των πολιτών.
Αλλα έργα του :
«Η υποκρινομένη την πριγκηπέσα», τετρά¬πρακτη κωμωδία (1875). «Το φάσμα του Μοντεφόρτου ή η ενταφιασθείσα ζώσα» (Βράιλα 1874) πεντάπρακτο δράμα. Και το τελευταίο του έργο βασισμένο σε αληθινό γεγονός που έλαβε χώρα στην Αίγυπτο, με τίτλο «Έγκλημα επί εγκλήματος» ή «τριπλή δολοφονία» τρίπρακτο δράμα, το οποίο γνωρίζουμε μόνο από την αναγγελία του στις εφημερίδες της Αιγύπτου, διότι το έργο δεν έχει ανευρεθεί. Επίσης, για να τιμήσει τον Κάρολο Όγλ, τον τολμηρό δημοσιογράφο, που βρήκε οικτρό θάνατο κατά την επανάσταση της Θεσσαλίας, το 1878, εξέδωσε πρώτα στην Πάτρα (1886) και κατόπιν στα Τρίκαλα (1890) από το τυπογραφείο του Γ. Μαρινόπουλου, το θεατρικό έργο «Δολοφονία Καρόλου Ογλ εν τη μάχη Μακρυνίτσης : Δράμα Εθνικόν εις πράξεις δύο μετ' Αποθεώσεως» .
Ο Ανδρονόπουλος εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη μάλλον το 1894 και έδινε παραστάσεις με μεγάλες προφυλάξεις καθώς το ρεπερτόριό του ήταν έργα πατριωτικά και επαναστατικά. Για να αποφύγει να διαρρεύσει η θεατρική του δραστηριότητα και έρθει αντιμέτωπος με τις τουρκικές αρχές, σκαρφίστηκε ένα σχέδιο και το έβαλε σε εφαρμογή. Ανακάλυψε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο πίσω από το λιμάνι και έδινε εκεί τις παραστάσεις του. Οι θεατές δασκαλεμένοι, ερχόντουσαν 2-3 μαζί ντυμένοι εργάτες κρατώντας διάφορα εργαλεία στα χέρια δήθεν ότι πάνε για το μεροκάματο. Όταν κάποια στιγμή κατάλαβε ότι μάλλον τον έχουν υποψιαστεί, βρήκε πίσω από τα Λαδάδικα ένα παλιό βυρσοδεψείο στο οποίο άρχισε πάλι να δίνει παραστάσεις και να συγκινεί και ενθουσιάζει το κοινό. Δύο ολόκληρα χρόνια κατάφερε να πορευτεί θεατρικά με αυτό τον τρόπο, μέχρις ότου τον συνέλαβαν οι τούρκοι και τον φυλάκισαν. Έμεινε στη φυλακή τέσσερις μήνες και αποφυλακίστηκε ενώ ήταν ήδη άρρωστος.
Το αιγιωτόπουλο το είπε και το ΄κανε!
Πέθανε κοντά στους αλύτρωτους έλληνες δέκα μέρες μετά την αποφυλάκισή του. Κοντά σε εκείνους που όλη τη ζωή του είχε ως ιερό σκοπό να εμπνέει και να εμψυχώνει για λευτεριά. «Εγώ μ΄ αυτούς θα πεθάνω» όπως είχε πει. Ήταν Αύγουστος του «μαύρου 1897» και εκείνος ήταν 70 χρονών.
Στο θεατρικό κόσμο κυκλοφορούν εκατοντάδες ανέκδοτά του και αξίζει να κλείσουμε το μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του με ένα ακόμα απ αυτά:
Στην εφημερίδα «Σκριπ» περιγράφεται μια σκηνή όπου ο Ανδρονόπουλος σε κάποιο θεατρικό έργο παίζει τον Ξέρξη. Καθόταν λοιπόν στα παρασκήνια και κάπνιζε περιμένοντας να έρθει η σειρά του. Όταν όμως ήρθε η ώρα να βγει στη σκηνή αυτός παρέμενε ατάραχος καπνίζοντας. Ο διευθυντής άρχισε να του φωνάζει αλλά αυτός το χαβά του ή μάλλον το τσιγάρο του. Ο διευθυντής κάθιδρος σε απόγνωση φωνάζει δυνατότερα και τότε ο Ανδρονόπουλος του απαντά με ιστορική απάθεια «Και τότε τι Ξέρξης είμαι σαν δε μπορώ να καπνίσω ένα τσιγάρο»;
Αυλαία….Αθάνατος! …
Πηγές:
Αθανασιάδης Παντελής, «Η δολοφονία του άγγλου δημοσιογράφου Καρόλου Ογλ στην επανάσταση του Πηλίου»
Βαβέτση Αρετή, Το Νεοελληνικό θέατρο
Βραχιώτης Πέτρος, «Το ελληνικό θέατρο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, 1860-1920. Η ωρίμανση του θεάτρου», μέρος 9ο
Δράκου Παρασκευή, «Τα θέατρα και η θεατρική κίνηση στη Θεσσαλονίκη», 2004
Κωνσταντινίδης Γιώργος, «Θέατρο και ελληνική επανάσταση στα χρόνια της παλιάς Θεσσαλονίκης»
Λάσκαρης Νικόλαος, «Τα εύθυμα του νεοελληνικού θεάτρου», περιοδικό «Το Μπουκέτο» 24/4/1932.
Σταματοπούλου-Βασιλάκου Σμυρναϊκή Δραματουργία: Πρωτότυπες θεατρικές εκδόσεις στη Σμύρνη του 19ου αιώνα. Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ.16 (2009)
Χατζηπαναγής Θεόδωρος, «Από του Νείλου μέχρι του Δουνάβεως- Κατάλογος περιοδειών», τόμος Β2.
Εφημερίδες: Σκριπ, Φορολογούμενος,Φανός.
Χριστίνα Φίλιππα
BLOG COMMENTS POWERED BY DISQUS