Του Joseph E. Stiglitz*
Οι προηγούμενες οικονομίες του κόσμου υποφέρουν από διάφορα, παγιωμένα προβλήματα. Ειδικότερα, στις ΗΠΑ η ανισότητα βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα από το 1928 και η ανάπτυξη του ΑΕΠ παραμένει ανησυχητικά υποτονική σε σύγκριση με τις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αφότου υποσχέθηκε ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης «4,5 %, ακόμη και 6%», ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, και οι Ρεπουμπλικάνοι του Κονγκρέσου το μόνο που έφεραν ήταν άνευ προηγουμένου ελλείματα. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του γραφείου προϋπολογισμού του Κογκρέσου, το έλλειμα του ομοσπονδιακού υπολογισμού θα ανέλθει στα 900 δις δολάρια φέτος και θα ξεπερνάει το όριο του ενός τρις κάθε χρονιά μετά το 2021. Και, παρόλα αυτά, η ευφορία που συνοδεύτηκε από την τελευταία αύξηση του ελλείματος «ξεφουσκώνει» ήδη, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και προβλέπει ανάπτυξη 2,5 % για τις ΗΠΑ το 2019 και 1,85 το 2020, χαμηλότερη σε σύγκριση με το 2, 9% του 2018.
Πολλοί παράγοντες συνεισφέρουν στο πρόβλημα χαμηλής ανάπτυξης- υψηλής ανισότητας των ΗΠΑ. Η φτωχά σχεδιασμένη φορολογική «μεταρρύθμιση» του Τραμπ και των Ρεπουμπλικανών έχει επιτείνει τις υφιστάμενες ελλείψεις του φορολογικού κώδικα, διοχετεύοντας ακόμη περισσότερο εισόδημα προς τα ανώτερα οικονομικά στρώματα. Ταυτόχρονα, η παγκοσμιοποίηση συνεχίζει να μην αντιμετωπίζεται σωστά και οι χρηματοπιστωτικές αγορές συνεχίζουν να κατευθύνονται προς την απόκτηση κέρδους αντί να παρέχουν χρήσιμες υπηρεσίες.
Όμως ένα ακόμη βαθύτερο και πιο θεμελιώδες πρόβλημα είναι η ολοένα και μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσίας στις αγορές, που επιτρέπει σε εταιρίες με κυρίαρχη θέση να εκμεταλλεύονται τους πελάτες τους και να καταπιέζουν τους εργαζομένους τους, των οποίων η αγοραστική ισχύς και νομική προστασία αποδυναμώνονται. Οι διευθύνοντες σύμβουλοι και τα ανώτατα επιχειρηματικά στελέχη καρπώνονται ολοένα και υψηλότερες αμοιβές για τον εαυτό τους, σε βάρος των εργαζομένων και των επενδύσεων.
Για παράδειγμα, τα εταιρικά στελέχη στις ΗΠΑ διασφάλισαν ότι το μεγαλύτερο μέρος των φοροελαφρύνσεων πήγε σε μερίσματα και επαναγορές μετόχων, που υπερέβησαν το ποσό- ρεκόρ του 1, 1 τρις δολαρίων το 2018. Οι επαναγορές μετοχών αύξησαν τις μετοχικές τιμές και ενίσχυσαν τον λόγο κέρδους προς μετοχή, επί του οποίου βασίζονται οι αποζημιώσεις των στελεχών. Εν τω μεταξύ, στο 13, 7% του ΑΕΠ, οι ετήσιες επενδύσεις παρέμειναν αδύναμες, ενώ πολλά εταιρικά συνταξιοδοτικά προγράμματα αντιμετώπισαν ελλείψεις χρηματοδότησης.
Καθώς έχει αυξηθεί η εξουσία των επιχειρηματικών κολοσσών, αντιστοίχως έχει αυξηθεί και η ικανότητά τους να επηρεάζουν την καθοδηγούμενη από το χρήμα πολιτική της Αμερικής. Και καθώς το σύστημα χειραγωγείται υπέρ των επιχειρήσεων, καθίσταται πολύ πιο δύσκολο για τους απλούς πολίτες να διεκδικήσουν αποζημίωση για κακοδιαχείριση ή κατάχρηση. Ένα ιδανικό παράδειγμα για αυτό είναι η εξάπλωση της ρήτρας διαιτησίας σε συμβάσεις εργασίας και συμφωνητικά χρηστών, που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να διευθετούν τις αντιπαραθέσεις με τους εργαζομένους και πελάτες μέσω ενός συμπαθητικού διαμεσολαβητή αντί στα δικαστήρια.
Πολλαπλές δυνάμεις συντελούν στην ενίσχυση της εξουσίας επί των αγορών. Ένα από αυτά είναι η ανάπτυξη κλάδων με σημαντικό αντίκτυπο στα δίκτυα (Internet, social media), όπου μία μοναδική εταιρία- όπως η Google ή το Facebook- μπορούν πολύ εύκολα να κυριαρχήσουν. Ένα άλλο είναι η επικρατούσα στάση μεταξύ των επιχειρηματικών ηγετών, που έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εξουσία επί των αγορών είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλίσουν διαρκή κερδοφορία. Σύμφωνα με τη γνωστή ρήση του venture capitalist Πέτερ Τιλ, «ο καπιταλισμός είναι για τους χαμένους».
Τίποτε από τα παραπάνω δεν ευνοεί την αμερικανική οικονομία. Η διεύρυνση των ανισοτήτων συνεπάγεται φθίνουσα συλλογική ζήτηση, διότι εκείνοι στην κορυφή του πλούτου έχουν την τάση να καταναλώνουν μικρότερο μερίδιο του εισοδήματός τους από ό, τι εκείνοι με πιο μέτρια μέσα.
Επιπλέον, από την πλευρά της προσφορά, η αυξημένη εξουσία επί των αγορών αποδυναμώνει τα κίνητρα για επενδύσεις και καινοτομία. Και αυτό που κάνει τα πράγματα χειρότερα, το χαμηλό ποσοστό φόρουμ ως προς το ΑΕΠ της Αμερικής, μόλις 27,1 %, ακόμη και πριν τις φορολογικές περικοπές του Τραμπ, συνεπάγεται έλλειψη χρημάτων για επενδύσεις στις υποδομές, παιδεία, υγεία και βασική έρευνα, αναγκαίες για τη διασφάλιση της μελλοντικής ανάπτυξης.
Οι πολιτικές για την αντιμετώπιση των οικονομικά επιζήμιων ανισορροπιών εξουσίας σαφείς. Η ανάπτυξη της θεωρίας και νέων μοντέλων ατελούς και ασύμμετρης πληροφόρησης αποκάλυψαν τους εμφανείς περιορισμούς του ανταγωνιστικού μοντέλου. Ο νόμος πρέπει να ανανεωθεί. Οι αντι- ανταγωνιστικές πρακτικές πρέπει να είναι παράνομες, τέλος. Η πρόκληση είναι πάντοτε πολιτική. Αλλά με τις αμερικανικές επιχειρήσεις να έχουν συγκεντρώσει τόση εξουσία, υπάρχουν λόγοι αμφιβολίας ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα είναι έτοιμο για μεταρρύθμιση. Εάν προστεθεί σε αυτό η παγκοσμιοποίηση της εταιρικής εξουσίας, το «όργιο» απορρύθμισης και ο γνώριμος καπιταλισμός επί Τραμπ, είναι σαφές ότι θα πρέπει να αναλάβει τα ηνία η Ευρώπη.
*καθηγητής Πανεπιστημίου στο Columbia University και το 2001 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας
BLOG COMMENTS POWERED BY DISQUS