Του Χρήστου Χωμενίδη
Τι θα ήταν ευχής έργο για κάθε άνθρωπο; Να δεχθεί στα πρώτα χρόνια του αμέριστη αγάπη και φροντίδα από τους γονείς του. Να τους απομυθοποιήσει κατά την εφηβεία του, ώστε να κάνει τις δικές του επιλογές, να βαδίσει τον δικό του δρόμο - μη ακολουθώντας την πεπατημένη τους ούτε όμως από αντίδραση προς αυτή. Κι αφού θα έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί ως προσωπικότητα, αφού θα έχει φτάσει σε μια πρώτη ωριμότητα, να συμφιλιωθεί με εκείνους που τον γέννησαν, αντιμετωπίζοντας τους πλέον ως κανονικούς ανθρώπους και όχι σαν εκπεσόντες θεούς.
Η κοινωνία, με τις προλήψεις και με τις αγκυλώσεις της, κάθε άλλο παρά ευνοεί μια τέτοια πορεία. Διαχρονικά στηρίζεται, ποντάρει στην εξ' αίματος διαδοχή. Με μύριους τρόπους ωθεί τα παιδιά να γίνουν ο επόμενος κρίκος της αλυσίδας. Να τιμήσουν τις θυσίες των γονιών τους -αληθινές ή φαντασιακές- παίρνοντας από εκείνους τη σκυτάλη. Το όνομα και το έχειν τους.
Δεν έχει τόση σημασία εάν ο πατέρας σου είναι μικρομαγαζάτορας ή πρωθυπουργός. Εάν η μάνα σου ευτύχησε στις ερωτικές και επαγγελματικές επιλογές της ή αν ξόδεψε τα νιάτα της δουλεύοντας κάπου που δεν τής άρεσε, εγκλωβισμένη σε ένα γάμο που είχε στραγγίξει από έρωτα. Εσύ οφείλεις να τους έχεις για πρότυπα. Να αποδεχθείς ό,τι υλικό ή άυλο σού κληροδοτήσουν. Και σε ανταπόδοση να τους γηροκομήσεις. Να τούς ανάβεις έστω το καντήλι.
Σκεφθείτε μια κοινωνία όπου ο καθένας θα ξεκινούσε από μηδενική αφετηρία. Δίχως το άχθος της προηγούμενης -και της προπροηγούμενης ενίοτε- γενιάς στους ώμους του. Χωρίς κληρονομημένα προνόμια και τραύματα, ιδιοκτησίες και χρέη. Όπου τα παιδιά θα αποτελούσαν παιδιά της κοινότητας, συναισθηματικά εγγύτερα βεβαίως στους φυσικούς τους γεννήτορες, με εγγυημένη ωστόσο τη φροντίδα όλων των υπόλοιπων. Όπου το οικογενειακό επίθετο δεν θα έπαιζε κανέναν απολύτως ρόλο, δεν θα άνοιγε -ούτε και θα έκλεινε- καμιά πόρτα. Όπου η προσωπική σου περιουσία με τον θάνατό σου -με την ενηλικίωση έστω των τέκνων σου εάν έχουν ορφανέψει ανήλικα- θα επέστρεφε στο σύνολο. Το οποίο σύνολο θα αναλάμβανε στο ακέραιο την εκπαίδευση, την περίθαλψη, το ευ ζην των πιό αδύναμων.
Δεν θα ήταν μια τέτοια κοινωνία πιο ελεύθερη από συμπλέγματα και παθογένειες; Δεν θα' ταν διαρκώς ανανεούμενη και άρα ασύγκριτα δημιουργικότερη;
Περιγράφω -το ξέρω- μια ουτοπία. Αφ' ης στιγμής ο άνθρωπος συνειδητοποίησε το άφευκτο τού θανάτου του, πόνταρε στα παιδιά του σαν υποκατάστατα αθανασίας. (Εξαιρετικές μονάχα περιπτώσεις -καλλιτεχνών κυρίως- διεκδικούν την υστεροφημία μέσω του έργου τους...) Από την ώρα που η αγροτική επανάσταση τον κατέστησε ιδιοκτήτη -γαιών στην αρχή και κτηνών-, βασική έγνοια του έγινε τι θα απογίνουν τα κτήματα και τα κοπάδια του όταν ο ίδιος θα χαθεί από το πρόσωπο της γης. Οι δούλοι, κατά παράδοξο τρόπο, ήταν ψυχολογικά οι μόνοι ελεύθεροι εφόσον δεν μαστίζονταν από τέτοια άγχη.
Περιγράφω την ουτοπία για να την αντιπαραβάλω με τη δυστοπία που βιώνουμε ακόμα στην Ελλάδα, βαδίζοντας προς την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Την κόλαση τού "Τίνος Είσαι Σύ;".
Κατά την εβδομάδα που πέρασε, με την ανακοίνωση κάποιων υποψηφίων ευρωβουλευτών του Σύριζα, η τραγωδία έγινε αντιληπτή ως τραγέλαφος. Δεν θα αναφερθώ σε περιπτώσεις αυτόχρημα θλιβερές. Θα σταθώ αποκλειστικά στην περίπτωση του Δημήτρη Πλουμπίδη.
Ενός πανάξιου ανθρώπου, ο οποίος εξ' απαλότατων ονύχων φορτώθηκε το σχεδόν αβάσταχτο βάρος του πατέρα του. Πώς είναι -αναρωτηθείτε- να σε αντιμετωπίζουν εκ δεξιών και εξ 'αριστερών σαν τον γιό πότε του προδότη πότε του προδομένου; Πώς προχωράς στη ζωή μη γνωρίζοντας εάν η κληρονομιά τού συκοφαντημένου από το ΚΚΕ και εκτελεσθέντος από το μεταμφυλιακό ελληνικό κράτος (κληρονομιά ήταν το όνομά του, πλέον ουδέν) συνιστά τίτλο τιμής ή ανάθεμα; Πώς συγκροτείς τον εαυτό σου, πώς πλάθεις επιθυμίες, προσωπικούς στόχους, πέραν της εκδίκησης - της δικαίωσης έστω;
Κόντρα στα δεδομένα ο Δημήτρης Πλουμπίδης τα κατάφερε. Σπούδασε, δούλεψε, στάθηκε πλάι σε ασθενείς και σε πεφορτισμένους, έγινε ένας διαπρεπέστατος ψυχίατρος. Δείτε τώρα τι πάω να γράψω: "Ο μπαμπάς του θα ήταν περήφανος για αυτόν!" Το σβήνω αμέσως. Ακόμα και αν δεν αποκηρύξουμε τη διαδοχή των γενεών, ας έχουμε τουλάχιστον ως σημείο αναφοράς όχι τους γονείς αλλά τα παιδιά μας. Ας γίνει η ζωή μας όχι εξόφληση λογαριασμών τού παρελθόντος μα παρακαταθήκη για το μέλλον.
Η πολιτική ειδησεογραφία διαρκώς μεταβαλλόμενη, με άλλα θέματα να κυριαρχούν το πρωί κι άλλα το μεσημέρι, θυμίζει καθημερινό σήριαλ. Κατά καιρούς αναφύονται μέσα από την επικαιρότητα ζητήματα διαχρονικότερα, θέματα που έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη περιπέτεια καθεαυτήν. Σε τέτοια ενέκυπταν ως φανατικοί αναγνώστες εφημερίδων οι μεγάλοι συγγραφείς τής ακμής του μυθιστορήματος. Ο Ντοστογιέφσκι, ο Μπαλζάκ, ο Παπαδιαμάντης.
Για μένα, που βδελύσσομαι την "Πρώτη Φορά Αριστερά", ο Δημήτρης Πλουμπίδης μοιάζει να έχει τα χαρακτηριστικά ενός θετικού ήρωα. Και η σχέση του με τον πατέρα του να συνιστά εν δυνάμει την πρώτη ύλη ενός σπουδαίου αφηγήματος.
"Τίνος είσαι εσύ;" θα τον ρωτούσαν. "Όλων είμαι. Και κανενός" θα ήθελε, εικάζω, να απαντήσει.
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
https://www.capital.gr/xristos-xomenidis/3349325/tinos-eisai-su
BLOG COMMENTS POWERED BY DISQUS