Γράφει η Πάτι Ντέιβις
Υπάρχουν άνθρωποι στην Αμερική που θέλουν οι υπόλοιποι από εμάς να φοβόμαστε. Η ιστορία δείχνει ότι κάθε δημοκρατία που κατέρρευσε, κατέρρευσε μέσα σε μια ατμόσφαιρα φόβου.
Πώς η οπλοκατοχή άλλαξε τον πατέρα μου Ρόναλντ Ρήγκαν και την οικογένειά μας
Daniel Zender/The New York Times
Πριν από σαράντα ένα χρόνια, μια κρύα βροχερή μέρα στην Ουάσιγκτον, ένας νεαρός άνδρας πυροβόλησε τέσσερις ανθρώπους με ένα όπλο που έκρυβε στο σακάκι. Ήταν πολύ πριν γίνουν τα περιστατικά μαζικών πυροβολισμών μία συχνή πραγματικότητα της ζωής μας. Ήταν πολύ πριν τα ημιαυτόματα όπλα γίνουν καθημερινότητα. Υπήρχαν πολλοί "καλοί άνθρωποι με όπλα" εκεί εκείνη την ημέρα. Δεν έκανε καμία διαφορά. Τέσσερις άνδρες δέχθηκαν πυροβολισμούς μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Είμαι η κόρη ενός από αυτούς τους άντρες, του Ρόναλντ Ρήγκαν, ο οποίος έφτασε απίστευτα κοντά στο να χάσει τη ζωή του επειδή οι σφαίρες που είχε βάλει στο όπλο του ο Τζον Χίνκλι ήταν ειδικές σφαίρες, προορισμένες να εκραγούν. Προορισμένες να σκοτώνουν πιο αποτελεσματικά. Μία από αυτές τις σφαίρες διέλυσε το κεφάλι του Τζέιμς Μπρέιντι. Δεν ήταν ποτέ ο ίδιος ξανά.
Το όπλο που χρησιμοποίησε ο Χίνκλι ήταν ένα περίστροφο Röhm RG-14. Χωρούσε τέλεια στην τσέπη του σακακιού του. Για δεκαετίες από εκείνη την ημέρα, ζούσα με τον φόβο των όπλων, ειδικά εκείνων που κουβαλάει κάποιος κρυφά. Τώρα ο φόβος αυτός έχει επεκταθεί σε εκτελεστές με στρατιωτικό εξοπλισμό όπως τα πολυβόλα AR-15, που εισβάλλουν σε παντοπωλεία, σχολεία, εκκλησίες, θέατρα - οπουδήποτε, κυριολεκτικά - και γαζώνουν δεκάδες ανθρώπους εντός λίγων λεπτών. Δεν είναι παρήγορο ότι τον φόβο μου συμμερίζονται τόσοι πολλοί Αμερικανοί. Στην πραγματικότητα, αυτό προσθέτει ακόμα μία διάσταση. Είμαστε μια χώρα που κυριεύεται ολοένα και περισσότερο από φόβο: Μας αποδυναμώνει, ροκανίζει την αυτοπεποίθησή μας, μας καθιστά πιο ευάλωτους παρά αποφασιστικούς.
Όταν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε πρόσφατα ότι οι Αμερικανοί έχουν δικαίωμα να φέρουν συγκαλυμμένα όπλο σε δημόσιους χώρους, κάτι πάγωσε μέσα μου. Δεν θα είναι μόνο ο περίεργος τύπος με το σακίδιο πλάτης που θα χτυπά "καμπανάκια" ή το άτομο που φοράει μεγάλο μπουφάν σε μια απίστευτα ζεστή μέρα. Μπορεί να είναι επίσης το αδιάφορο πρόσωπο που μετά βίας γίνεται αντιληπτό, το οποίο βάζει ξαφνικά το χέρι στην τσέπη του για όπλο. Κάποιος σαν τον Τζον Χίνκλεϊ, που ήταν απαρατήρητος μέχρι που δεν ήταν.
Πριν από χρόνια, κάποιος μου παρέθεσε μια δήλωση που απέδιδαν - αμφίβολο αν την έχει κάνει - στον Νικολάε Τσαουσέσκου, τον δικτάτορα που κυβέρνησε τη Ρουμανία από το 1965 έως το 1989. Το ρητό έλεγε: "Μπορείς να κάνεις οτιδήποτε θες αν κρατάς τον λαό αρκετά φοβισμένο". Υπάρχουν άνθρωποι στην Αμερική που το γνωρίζουν και βασίζονται σε αυτό. Και το να έχουμε μια χώρα στην οποία όλοι φοβούνται το ποιος κουβαλάει νόμιμα όπλο καθώς περπατούν στην καθημερινότητά τους, σημαίνει ότι έχουμε μια αποδυναμωμένη χώρα στην οποία όλα είναι πιθανά. Ο φόβος είναι γόνιμο έδαφος για την απολυταρχία, και η ιστορία μάς δείχνει ότι κάθε δημοκρατία που κατέρρευσε το έκανε αυτό σε καθεστώς φόβου.
Ο φόβος όμως δεν είναι μονοδιάστατος. Υπάρχει μια υγιής εκδοχή στην οποία μαθαίνουμε να προσέχουμε. Μαθαίνουμε από τι να μένουμε μακριά.
Ήταν ο πατέρας μου που με έμαθε να έχω έναν υγιή φόβο για τα όπλα. Μεγάλωσα τη δεκαετία του 1950, όταν κυρίαρχα τηλεοπτικά προγράμματα ήταν γουέστερν όπως το "Gunsmoke" και το "The Life and Legend of Wyatt Earp". Οι άντρες είχαν όπλα, κάποιος δεχόταν πάντα πυροβολισμούς, έδεναν τις πληγές τους και συνέχιζαν να πολεμούν. Ο πατέρας μου ήταν αποφασισμένος να μου διδάξει ορισμένες πραγματικότητες σε σύγκριση με αυτά που βλέπαμε. Κάθε φορά μου έλεγε πράγματα όπως ότι αν αυτός ο άντρας είχε πυροβοληθεί πραγματικά στον ώμο από τέτοια απόσταση, το μισό του χέρι θα τιναχτεί στον αέρα. Ή, απλώς πυροβολήθηκε στον μηρό. Δεν θα κούτσαινε μόνο. Θα αιμορραγούσε μέχρι θανάτου. Έμαθα για τη μηριαία αρτηρία σε γελοία νεαρή ηλικία.
Πριν γεννηθώ, ο πατέρας μου είχε πάρει άδεια να φέρει συγκαλυμμένο όπλο. Ήταν το 1947 και ήταν επικεφαλής της συνδικαλιστικής ένωσης των ηθοποιών σε μια εποχή αντικομμουνιστικής φρενίτιδας και έντονων εργασιακών διαμαχών. Είχε δεχθεί απειλές ότι θα του ρίξουν οξύ στο πρόσωπο. Του έσκασαν τα λάστιχα σε μία περίπτωση. Έλεγε ότι φορούσε το όπλο σε θήκη ώμου και ήταν μια φρικτή περίοδος της ζωής του. Ήταν απαραίτητο, έλεγε, αλλά δεν τον έκανε να νιώθει πιο ασφαλής. Ήταν μια συνεχής υπενθύμιση του ότι η ζωή μπορεί να πάρει τρομακτική τροπή και δεν του άρεσε να ζει με φόβο. Ήξερε πόσο τοξικό ήταν.
Την ημέρα που ο πατέρας μου βγήκε από το νοσοκομείο αφότου ο Τζον Χίνκλι παραλίγο να τον σκοτώσει, τον συνοδεύαμε η μητέρα μου και εγώ. Ο κόσμος τον είδε ατρόμητο με αυτοπεποίθηση. Αυτό που δεν είδατε ήταν να του φοράει η Μυστική Υπηρεσία ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο στο δωμάτιο του νοσοκομείου, δένοντάς το προσεκτικά πάνω από τη μεγάλη τομή στο στήθος του. Εκείνο το βράδυ στο δείπνο τον ρώτησα αν θα ενέκρινε τώρα μία αυστηρότερη νομοθεσία για την οπλοκατοχή. Ο πατέρας μου είχε αγύριστο κεφάλι και απάντησε όχι, λέγοντας ότι αυστηρότεροι νόμοι δεν θα είχαν αποτρέψει αυτό που συνέβη. Έως το 1991 είχε αλλάξει γνώμη υποστηρίζοντας το νομοσχέδιο Μπρέιντι, γράφοντας ένα άρθρο στους New York Times και λέγοντας ότι "Αυτό το επίπεδο βίας πρέπει να σταματήσει".
Παρά το γεγονός ότι αντιμετώπιζε γενναία τον φόβο του, ο πατέρας μου έκανε κάποιες υποχωρήσεις. Σπάνια πήγαινε στην εκκλησία. Έλεγε ότι φοβόταν πως θα έθετε άλλους ανθρώπους σε κίνδυνο. Το σκέφτηκα δεκαετίες αργότερα, το 2017, όταν μετά από απειλές για τη ζωή μου έπειτα από τη δημοσίευση αρκετών δημοσιογραφικών κομματιών μου, αποφάσισα να σταματήσω να διοικώ την ομάδα υποστήριξης που είχα, Beyond Alzheimer’s. Ασχολούμουν με την ομάδα δύο φορές την εβδομάδα για έξι χρόνια, το πρόγραμμά της ήταν δημόσια, ο καθένας μπορούσε να μπει και με στοίχειωνε όλο και περισσότερο η πιθανότητα να θέσω άλλους σε κίνδυνο. Μία από τις απειλές εναντίον μου ήταν αρκετά βάσιμη, οπότε επικοινώνησα με το FBI. Θυμάμαι μετά από την επίθεση στο νυχτερινό κέντρο Pulse στο Ορλάντο να κάθομαι στην ομάδα με κόμπους στο στομάχι, αδυνατώντας να ξεπεράσω το πόσο ευάλωτοι πίστευα ότι ήμασταν όλοι.
Δεν είσαι ποτέ ο ίδιος αν η ένοπλη βία αγγίξει τη ζωή σου. Από εκείνους που έχασαν παιδιά, αγαπημένα πρόσωπα, φίλους - πιο πρόσφατα στο Ουβάλντε και στο Μπάφαλο, και τώρα στο Ιλινόι σε εκδήλωση της 4ης Ιουλίου - έως τους επιζώντες, όπως τα παιδιά από το Πάρκλαντ, η ζωή σας αλλάζει για πάντα. Αναρωτιέσαι πότε θα συμβεί ξανά. Υπάρχει ένα κομμάτι σου που είναι πάντα σε εγρήγορση, πάντα καχύποπτο με τους ξένους. Αγχώνεσαι όταν κάποιος με σακίδιο πλάτης γυρίσει να το πιάσει. Ολοένα παραπάνω, καθώς οι πυροβολισμοί έχουν γίνει κάτι τόσο συνηθισμένο στην Αμερική, ο καθένας σχεδόν κουβαλάει αυτόν τον φόβο, ακόμα και αν η ίδια του η ζωή δεν έχει (ακόμα) αγγιχθεί από την ένοπλη βία.
Η δημοκρατία ευδοκιμεί όταν οι πολίτες εμψυχώνονται από τη χώρα τους, όταν αισθάνονται σίγουροι για τις ελευθερίες τους και για μία κυβέρνηση που υπάρχει για να κάνει τη ζωή τους ασφαλέστερη, όχι να τη θέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Η δημοκρατία πεθαίνει στα σκοτεινά νερά του φόβου, και εκεί βρισκόμαστε - κολυμπάμε για τη ζωή μας, διερωτώμενοι γιατί μια οχληρή μειοψηφία θέλει να πνιγούμε.
* Η Πάτι Ντέιβις, κόρη του προέδρου Ρόναλντ Ρήγκαν, είναι συγγραφέας. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της είναι το "Floating in the Deep End".
© 2022 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"
https://www.capital.gr/arthra/3647290/pos-i-oplokatoxi-allaxe-ton-patera-mou-ronalnt-rigkan-kai-tin-oikogeneia-mas
BLOG COMMENTS POWERED BY DISQUS