Γράφει ο Στάθης Θεοδωρκόπουλος
Απόμακρος λόγω ειδικών συνθηκών από την διασκέδαση των ημερών αλλά και λόγω κόπωσης του χρόνου, ήταν μια ευκαιρία μέσα στην σιωπή να γυρίσω πίσω την ταινία του χρόνου σ’ εκείνες τις πρώτες μετά την κατοχή και τον εμφύλιο δεκαετίες του ’50, 60 και 70.
Χρόνια που τόσο γρήγορα έφυγαν πριν καν προλάβουμε να τα σταματήσουμε ή τουλάχιστον να τα φρενάρουμε για λίγο για να κρατήσουν περισσότερο.
Πνιγμένες στον πόνο, στα βάσανα, την αρρώστια και την φτώχεια οι πιο πολλές οικογένειες προσπάθησαν να σταθούν στα πόδια τους.
Παιδιά από πολυμελείς οικογένειες έπαιρναν τους δρόμους για το άγνωστο, για χώρες μακρινές μέχρι κάτω στην απόμακρη Αυστραλία προκειμένου ν’ αποφύγουν την διχόνοια και να επιζήσουν.
Οι υπόλοιποι εδώ έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 άρχισε ο κόσμος ν’ αναθαρρεύει σιγά-σιγά. Άρχισαν τις νύχτες να κάνουν καντάδες και να τραγουδούν με κιθάρες και ακορντεόν. Οι παρέες του Γιώργου του Γουλί (Ανδριόπουλου), του Αλφόνσου του Τζίκα με χαβάγεςι, του Βαρδάκη και του Γιάννη του Μυλωνά και με ακορντεόν ο Αλέκος ο Χριστόπουλος, που αγαπούσε στη γειτονιά μου την Τσεβή και ξεσήκωνε τις νύχτες όλους μας.
Άρχισαν να γλεντούν στα πανηγύρια και οι περισσότεροι στα σπίτια, στις γιορτές μεταξύ φίλων, γειτόνων και συγγενών. Όχι πολυτέλειες στο φαγητό, συνήθως σαρμάδες, φέτα, σαλάτες και ψητό στο φούρνο με πατάτες. Βλέπεις δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα οι μπουφέδες και οι αστακοί, κολυμπούσαν αμέριμνοι, δεν ήξεραν από μακαρονάδες. Μπόλικο κρασί και μετά τραγούδι. Στο γραμμόφωνο δίσκοι των 33 στροφών, εμπνευσμένοι από τους τραυματίες του πολέμου, την φυματίωση, που είχε ήδη νικηθεί, και την μετανάστευση.
Οι νεαροί στα Ψηλά Αλώνια τα καλοκαίρια και στην Κλεομένους Οικονόμου τον χειμώνα είχαν βαλθεί να λιώνουν τις σόλες τους. Διάλλειμα για λουκουμάδες στους Βουρδέρη και Μαυρίδη και συνέχεια ξανά βόλτες μέχρι τελικής πτώσεως…….Δηλαδή μέχρι τις δέκα με δέκα και μισή, όσο κυκλοφορούσαν τα κορίτσια…..!!!!!
Οι Αιγιώτες ήσαν όλοι τους γλεντζέδες. Τους έβρισκες παντού μπροστά, σ’ όλα τα κέντρα της Ελλάδος, όπου κι αν πήγαινες. Το Αίγιο αποτελούσε πανελλαδικό φαινόμενο σε οργανωμένους χορούς, κυρίως αποκριάτικους. Οι χοροί αυτοί ξεκίνησαν από τον μεσοπόλεμο οι πιο πολλοί και συνεχίστηκαν από τα τέλη του ’50 και μετά. Ήταν έξι τον αριθμό. Της περιηγητικής, ο κόκκινος χορός, των προσκόπων, της αμυγδαλιάς, των αγάμων, ο χορός των 6 (έξι). Τον δε χορό των έξι διοργάνωναν οι Μιχάλης Σιαβελής, Βασίλης Ζαφειρακόπουλος, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Λουκάς Βαρελάς, Γιώργος Θεοδωρόπουλος κ.λ.π.
Σ’ αυτούς πρωταγωνιστούσαν ο Ηλίας ο Κόντης, ο Καπελλάκος, ο Σπύρος ο Γιαννακόπουλος, Βασίλης Σωτηρόπουλος, ο Θανασούλιας, ο Πορτοκάλης, ο Θόδωρος ο Αργυρόπουλος, Τάκης Σταθακόπουλος.
Καλά κέντρα διασκέδασης ήταν, του Βαρουξή, του Τσώτσου, τα Χαυτεία του Βουρδέρη και πολύ ύστερα το υπόγειο της Φιλαρμονικής. Σ’ αυτούς τους οργανωμένους χορούς δεν έλειπε κανένας από την αστική και ημιαστική τάξη. Παρέες φίλων και συγγενών έδιναν το κέφι. Χοροί, συνήθως ταγκό, μπλουζ, βαλς, φοξ ανγκλε, μάμπο, σάμπα και μετά καντρίλιες, που τις κατήυθυνε με την σφυρίχτρα ο Σπύρος ο Γιαννακόπουλος. Κέφι, χορός και ξεφάντωμα. Γυναίκες με τουαλέτες και άντρες κουστουμαρισμένοι με μπουτουνιέρες. Παρόντες πάντα οι δημοσιογράφοι Αντρέας Βαρελάς με την παρέα του, ο Γιάννης ο Αντρικόπουλος (νεαρός τότε), ο Φλογεράς, η παρέα του Καλαμπόκα, Γιαννάκη Σπυρόπουλου, Λυριντζή, Ζαφειρακόπουλου, Γιώργη Παναγόπουλου (Δημάρχου), Γκόφα, Τάκη Σπυρόπουλου, Νικήτα Μίχαλου, Μαράντη, Γιάννη Παπαθανασόπουλου. Παρέες Φαρμακοποιών με τους Γιώργο Κοττά, Θανάση Δασκαλόπουλο (γιατρό), Νικολούτσο και Ηρακλή Αναστασόπουλο. Οι παρέες των Τραπεζών κάθε μια ξεχωριστά. Μονιούδη, Σκυριανού, Τσιγκρή, Φιλιππακόπουλου, Γκούμα, Τσεκούρα κ.λ.π. από την Αγροτική. Η ομάδα της ανθούσας τότε Χαρτοποιίας με Μάριο Τσεκούρα, Γιάννη Λυριντζή, Ευαγγελάτο. Τους Αϊ Θανασώτες με τον φίλο Μήτρο τον Μουρτζούχο, τον γυμναστή τον Παπαδόπουλο, Μεντζελόπουλο και τη νέα γεμάτη ζωντάνια τότε γιατρίνα, Χρυσή Μεντζελοπούλου. Η βιομηχανία του Ντρούλια με τον Κώστα τον Ντρούλια, τους αδελφούς Διαμαντόπουλου, τον Σωτηρο τον Αντφωνόπουλο, τον Βασίλη τον Θεοφυλακτόπουλο και τον Βασίλη τον Καλαντζόπουλο.
Οι Κουνινιωταίοι, Τάκης και Νίκος, με Βασίλη Γιαννόπουλο και λοιπούς.
Και πρωτοπόροι πάντα η παρέα τον Χαραμή, Μίμη Αρβανίτη, Μολώση, Κόκκινο, Προσελέντη, Βασίλη Θεοδωρόπουλο.
Τους θυμάμαι όλους!!!!!!!
Όλοι σχεδόν οι έμποροι της αγοράς, Σιαβελαίοι, Ααδαμόπουλου, Σάβερης, Μπονέλης, Γιώργης Βασιλόπουλος, Τάκη Δημητρουλόπουλο, Θανασιούλια, τ’ αδέλφια Ιωάννου, Γιάννης Τρακαδάς, Νίκος Πούλος, Στέλιος Παπαϊωάννου κι όποιος ακόμα ήθελε να γλεντήσει.
Το κέφι μέχρι το πρωί.
Αυτοί ήσαν οι οργανωμένοι χοροί. Ας μου συγχωρέσου, όσους ο χώρος δεν επαρκεί ν’ αναφέρω.
Σ’ αυτούς συμμετείχαν και κάποιοι που έβγαιναν μια φορά το χρόνο.
Αυτοί οι χοροί συνεχίστηκαν σ’ όλη την δεκαετία του ’60, του 70 και πολλοί αργότερα.
Στη δεκαετία του ’60 ο κόσμος άρχισε να ξεφεύγει από τη μιζέρια και να ζωντανεύει. Ο χρόνος έγινε εχθρός του πόνου και τα οικονομικά πολύ καλύτερα από πριν. Τότε άρχισε ο κόσμος να βγάζει αυτά που του στέρησαν οι δύο προηγούμενες δεκαετίες. Έτσι δημιουργήθηκαν τα πρώτα κέντρα μόνιμης διασκέδασης.
Πρώτο θεωρώ ότι ήταν το κέντρο «Η ΚΑΛΥΒΑ», πάνω στο τέρμα Μητροπόλεως. Εκεί που πριν λειτουργούσε ο Κινηματογράφος «ΤΟ ΆΣΤΡΟΝ» και «ΤΑ ΚΑΛΑΜΙΑ».
«ΤΗΝ ΚΑΛΥΒΑ» πρωτολειτούργησε ένα λεβεντόπαιδο Αιγιώτης, εξαιρετικό σε ήθος, ο Σωτήρης ο Κούσκουρης, αδελφός του Μιχάλη, ο οποίος δεν έμελε να ζήσει δυστυχώς πολύ. Αυτός την διακόσμησε με δίχτυα και με ψάθες. Στη μέση «ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΑ» η ορχήστρα με τους μουσικούς και τον τραγουδιστή. Πρώτος τραγουδιστής ο Γιαννάκης ο Καραφέτας από την Φωνησκαριά με μπουζούκι, ο Καρχαρίας στην κιθάρα, ο Βασίλης ο Αντωνόπουλος στο ακορντεόν, Σουκαλαρίδης κορνέτα.
Σουξέ της εποχής το ¨Φέρτε μου ένα μαντολίνο¨. Το τραγουδούσε ο Γιαννάκης, μεγάλος τραγουδιστής και μαέστρος στο μπουζούκι και μαντολίνο. Ξανασυναντηθήκαμε φοιτητές μετά το ’64 στην Πλάκα στην Αθήνα, περνώντας κι εκεί ωραίες βραδιές στου Μοστρού και στην Κληματαριά, που τραγουδούσε.
Όταν μας έβλεπε, σταματούσε να παίζει, καλωσόριζε τους όμορφους πατριώτες του από το Αίγιο, όπως μας έλεγε κι ερχόταν και τραγουδούσε μαζί μας. Εκεί μας πρωτογνώρισε μ’ έναν άγνωστο τότε σ’ εμάς Αιγιώτη, όπως μας είπε εκείνος, τον μετέπειτα τύπο του Αιγίου «τον Γιώργο τον Καλλιτέχνη», ο οποίος στην συνέχεια έζησε στο Αίγιο.
ΣΤΗΝ «ΚΑΛΥΒΑ» γλεντήσαμε με την ψυχή μας. Εκεί πρωτοχορέψαμε σέικ, γιάνγκα και τουίστ. Ο Σωτήρης άφησε «ΤΗΝ ΚΑΛΥΒΑ» και άνοιξε στην Άκολη την ¨ ΡΟΜΑΝΤΙΚΑ¨ και σε λίγο έφυγε στα 40 με 45 του χρόνια από την ζωή. Μετά από λίγα χρόνια πέθανε νέος στην Αθήνα και ο Γιάννης ο Καραφέτας. «ΤΗΝ ΚΑΛΥΒΑ» ανέλαβε ο Γιώργος ο Φραντζόλας για 3-4 χρόνια, μετά την κράτησε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης ο Νικολάου και τέλος ο κυρ Σωτήρης ο Γεωργίου, ο δάσκαλος, ο πατέρας των διδύμων μελαχρινών κοριτσιών, της Ευθαλίας και της Ξανθούλας, οπότε και έληξε η ιστορίας της…………..
Ο ΦΡΑΝΤΖΟΛΑΣ (Γιώργης Αρβανίτης) αφήνοντας τη Καλύβα άνοιξε στα Ψηλά Αλώνια, εκεί που ήταν πριν του Καρασαβίδη ένα μικρό μαγαζί με πολύ κέφι και τραγούδι. Εκεί πήγαιναν συνέχεια παλιοι γλεντζέδες, νέοι τότε, ό Ντίνος ο Αρβανίτης, ο Λέλος με τον Τέλη τον Πολίτη, που χόρευε ζεϊμπέκικο αργά, ο Ψευτοθόδωρος, ο Κούκας και ο Αντρέας ο Αρβανίτης, ο Γιώργης ο Αποστολόπουλος ο φορτηγός, το ομορφόπαιδο τότε από τον Συνοικισμό ο Φίλιππας ο Φιλίππου, ο φίλος μου ο Τάκης ο Σαρρής με τον αδελφό του και το Νίκο τον Μπέκρο και ο Βασίλης ο Ρήγας με Λάχανη, Αποστόλη Καραμήτσα και Νικολόπουλο, ο Μελέτης ο Μπουρνάζος. Κι άλλοι πολλοί ξενύχτες.
Το κέντρο ήταν μικρό και η ορχήστρα κοντά μ’ αποτέλεσμα να τραγουδούν όλοι μαζί και να δημιουργείται μεγάλο κέφι.
Εκεί με τον φίλο μου τον Γιώργο τον Φειδάκη, τον μετέπειτα στρατηγό πρωτοχορέψαμε με το Λέλο χασάπικο. Τραγουδούσε ο Νίκος ο Λουκόπουλος με κορνετίστα τον ¨γύφτο¨ (επειδή ήταν μελαχρινός). Κι αυτό το μαγαζί το κράτησε για αρκετά χρόνια ο Φραντζόλας, οπότε μειώθηκε η πελατεία του.
«ΤΑ ΚΑΛΑΜΙΑ» έμελε ν’ αφήσουν την μεγαλύτερη εποχή στην ιστορία των νυχτερινών κέντρων του Αιγίου. Τα ξεκίνησαν οι αδελφοί Ντρίνια, δυο πανύψηλοι Αιγιώτες, ο Γιάννης «ο Μελίγκας» και ο Νίκος «ο Πετέν». Το κέντρο αυτό ήταν στο ισόγειο του σπιτιού τους, ένα παλιό διατηρητέο των Πετμεζαίων, όμοιο ακριβώς με το Παναγιωτοπουλέικο. Βρισκόταν απέναντι από την βορειοανατολική γωνία του κήπου των Ψηλών Αλωνίων, στην γωνία Βασιλέως Γεωργίου και Μελετοπούλων. Σ’ αυτή την γωνία τα καλοκαίρια έστηναν την ορχήστρα περί τα τέλη του 1950. Αυτοί φιλοξένησαν μεγάλες φίρμες της εποχής, όπως τον Δημήτρη Γούναρη και τις αδελφές Καλουτά, νέες τότε, που τις φιλοξενούσαν στο κτήμα τους στον Αι Γιάννη οι Ντριναίοι. Μετά έφυγαν στην Αυστραλία και χάθηκαν πια……..
Το κέντρο ανέλαβαν και το διακόσμησαν όλο με καλάμια ο Σπήλιος ο Τρουπής μαζί με τον «Μπαμπούλα». Και συνέχεια τους διαδέχτηκε ο Πάνος ο Σκίτσας με τη Γιώτα.
«ΤΑ ΚΑΛΑΜΙΑ» γνώρισαν μεγάλες δόξες, γνωστά σ’ όλους τους γλεντζέδες από την Αθήνα μέχρι την Πάτρα και τον Πύργο. Θαμώνες ήταν πολλές παρέες Πατρινών, βιομηχάνων και εμπόρων, με τακτικότερο τον Διευθυντή και ιδιοκτήτη της «ACHAIA CLAOUS» με όμορφες κοπέλες Πατρινές.
«ΣΤΑ ΚΑΛΑΜΙΑ» οι Αιγιώτες γλεντήσαμε με την ψυχή μας ατελείωτες βραδιές αλλά ιδίως την εποχή των αποκριών, όπου ξενυχτούσαμε τέσσερα και πέντε βράδια συνεχώς έως το πρωί.
Μια Κυριακή δε αποκριάς προς Δευτέρα φύγαμε όλοι ζαλισμένοι και καταλήξαμε στο Ψηλά Αλώνια για να στεφανώσουμε το άγαλμα ………..!!!!!!!!!!!
Πολλές φορές το γλέντι συνεχιζόταν και την Καθαρά Δευτέρα μέχρι και την Τρίτη το πρωί. Εκεί τραγούδησαν και μεγάλες Αθηναϊκές φίρμες, όπως η Μαρίζα Κώχ, η Αλεξοπούλου, η Μάγια Μελάγια και άλλοι. Μόνιμοι όμως τραγουδιστές ήσαν οι Πατρινοί, ο Κούφης και ο Τόνι Μαρούδας, ο Μένιος στο ακορντεόν, ο Γιώργης ο Κουνινιώτης ντράμς και ο Αναστασόπουλος σαξόφωνο. Το μαγαζί δεν ήταν μεγάλο κι αν δεν έκλεινες δεν χώραγες να μπεις. Γι’ αυτό και οι παρέες είχαν σχεδόν όλες τα τραπέζια τους. Τα βράδια που περάσαμε εκεί μας έμειναν αξέχαστα. Η διασκέδαση ήταν περισσότερο τραγούδι και λίγος χορός αφού η πίστα ήταν μικρή. Ήταν τόσο έντονη η παρουσία των πελατών που θαρρώ πως τους βλέπω ακόμα όλους γύρω να
Γλεντούν με τον τρόπο, που καθένας τους το ζούσε.
Μπαίνοντας αριστερά, μόνιμοι πάντα ο Χρήστος ο Παπαχριστόπουλος με τον Λωλογιώργη. Στην συνέχεια η δική μας η παρέα με τον Λάμπη, τον Πέρη, τον Ηλία τον Χριστόπουλο και το Νίκο το Γιαννόπουλο. Απέναντι η μεγάλη παρέα του Χαραμή, Θεοδωρόπουλου, Μολώση και σια. Μπροστά ο Τάκης ο Σπανός με Παπανακλή, Τασσίνη, Μπάλα και λοιπούς. Δεξιά Βομπίρης, Κολέζας, Αλεξανδρόπουλος, Μαυρόπουλος και λοιποί. Μπροστά στην πίστα οι Πατρινοί και μόνιμος ο Βασίλης ο Ρήγας με την παρέα του. Νομίζω πως ο Βασίλης δεν υπήρχε κανένα βράδυ της ζωής του που να μην ξενύχτησε (αυτός κι ο φίλος μου ο Κώστας ο Μπουγας). Και το πρωί ήταν φρέσκος και ροδαλός στην τράπεζα.
Η παρέα του Μιχάλη του Σιαβελή, του Τέλη με Λάκη Αδαμόπουλο, Λέλο, Κολοκοτρώνη και Κούσκουρη.
Η παρέα του Θόδωρου Θεοδωρακόπουλου με τον Γιώργο τον «ΙΚΑ», τον Μίμη τον Ρηγόπουλο και λοιπούς. Ο Μελέτης ο Μπουρνάζος με διάφορες ωραίες κοπέλες, η παρέα του δάσκαλου του Αντριόπουλου και του Γιώργου του Γουλί και άλλοι ων ουκ έστι αριθμός και μνήμη.
Κι όταν άναβε το γλέντι προς το πρωί εμφανιζόταν ο Βασίλης ο Αρβανίτης, θορυβώδης, αναστάτωνε το κέντρο και η ορχήστρα του έπαιζε το «Κάτω στα λεμονάδικα».
Επειδή ο χώρος ήταν μικρός δεν χωρούσαν οι μικρότεροι στην ηλικία. Όμως ο Πάνος δεν άφηνε έξω τα νεώτερα παιδιά. Πάμπολλες βραδιές η παρέα του Σπύρου του Δημητρίου, ο Χότζας, ο Τέλης, ο Πάνος ο Λάλος (Σωτηρόπουλος), και πολλές φορές ο Φάνης ο Ζουρόπουλος και ο Ζοζέφ και άλλα Αιγιωτόπουλα.
«Πούλησα έναν τενεκέ λάδι για να πάμε στα ΚΑΛΑΜΙΑ, μου είπε ο Σπύρος, «κι όταν το πήρε χαμπάρι η μάνα μου, της είπα, ότι θα είχε χαλάσει ο διαχωριστήρας και γέμισε ο ντενεκές νερό». «Εκείνη πήρε τηλέφωνο το λειτουρβιάρη και τον έβρισε, ζητώντας του εξηγήσεις, κι εγώ εξαφανίστηκα από το σπίτι».
Κάποιο βράδυ έγινε φασαρία και σταμάτησε η ορχήστρα και βγήκε ο Γιώργος ο Κουνινιώτης. Τον έψαχνε ο Πάνος και σκωπτικός φίλος μου, ο Πέρης, του είπε: «Πάνο, κοίταξε πίσω. Όταν γίνεται φασαρία, ο Γιώργος τραβάει το φερμουάρ και τρυπώνει μέσα στο τύμπανο» (επειδή ήταν μικροσκοπικός)…….
Ο Πάνος να περιφέρεται και να λάμπει από χαρά, να μιλάει με τους πελάτες και η Γιώτα να τον καταδιώκει γιατί άφηνε την δουλειά του και χάζευε, όπως έλεγε εκείνη. Δραστήριοι άνθρωποι και οι δύο. Μετά «ΤΑ ΚΑΛΑΜΙΑ» είχαν τα Ψηλά Αλώνια και τα κράτησαν άριστα μέχρι τέλος.
Περάσαμε όμορφες νύχτες στον Πύργο, όπου ο Πάνος καθόταν μαζί μας για δύο μόνον παρέες, του Τάσου του Μπιτσάκου, Λυριντζή, Μανωλίδη και Κώστα Πούλου, ένα ζευγάρι ερωτευμένων καθηγητών απ’ τις Καμάρες, που διάβαζαν συνεχώς εφημερίδα χωρίς να μιλούν ποτέ. Η παρέα η δική μας με τους Λάμπη Χριστόπουλο, Θανάση Νικολόπουλο, Περικλή Βακαλόπουλο, Ηλία Χριστόπουλο και σία, ακούγοντας τότε θυμάμαι δίσκους στο τζουκ μποξ.
Ξανασυναντηθήκαμε πάλι στο Παναγιωτοπουλείκο μέχρι τον σεισμό. Με τον Πάνο περάσαμε όμορφα βράδια μια ολόκληρη ζωή.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 την σκυτάλη πήρε ένα άλλο κέντρο, εκτός Αιγίου, η «ΧΡΥΣΗ ΠΥΛΗ» στο Διακοπτό.
Εμείς οι Αιγιώτες δεν πηγαίναμε ποτέ προς Ανατολάς. Όχι βέβαια από λόγους πολιτικούς. Αλλά δυτικά προς Σελιανίτικα και Λόγγο. Το Διακοπτό δεν το ξέραμε ως τόπο διασκέδασης. Έτσι μετακομίσαμε όλοι προς τα εκεί. Την «ΧΡΥΣΗ ΠΥΛΗ» είχε φτιάξει ένας ΕλληνοΑυστραλός, ο οποίος είχε φέρει μαζί μια έγχρωμη κρυστάλλινη μπάλα μεγάλη, η οποία κρεμόταν από το ταβάνι και γύριζε και τ’ ατελείωτα φώτα της έπαιζαν σ’ όλο το κέντρο. Όμως η μετακίνηση τότε ήταν δύσκολη αφού αυτοκίνητα δεν υπήρχαν κι έτσι σε κάθε αυτοκίνητο μπαίναμε έξι και οκτώ άτομα πολλές φορές. Εμείς με τον Γιάννη τον Πράσινο με την κλούβα, άλλοι με μεγάλα ταξί και με σακαράκες.
Η «ΧΡΥΣΗ ΠΥΛΗ» ήταν χορευτικό κέντρο. Μόνιμοι πελάτες εκεί η παρέα του Αφεντούλη, διευθυντή της Λαϊκής, με την όμορφη κόρη, που αγαπούσε ο φίλος μου ο Νιόνιος, η παρέα του Θάνου του Καπετσώνη με τους Θόδωρο Αργυρόπουλο, τον ψηλό τον Γιώργη τον Ρούβαλη, τον Παραρά και τα παιδιά του Θάνου με την γυναίκα του να χορεύουν όλοι χασάπικο. Από τις λίγες παρέες που κράτησαν τη νυχτερινή ζωή στο Αίγιο.
Στη «ΧΡΥΣΗ ΠΥΛΗ» κατέφθαναν παρέες απ’ όλη την Ανατολική Αιγιάλεια μέχρι την Ακράτα. Τραγουδιστής ο Νίκος ο Λουκόπουλος και μετά απ’ αυτόν ο Μιχάλης ο Βλάχος. Φοβερή κορνλετα ο Ακρατινός ο Αναστασόπουλος, ο Στάθης ο Μαργώσης, ο Κανελής από τον Ριζόμυλο και ντραμς ο Θόδωρος ο Παναγόπουλος. Όλοι οι Αιγιώτες και πάλι εκεί. Απλώς εμπλουτίζονταν οι παρέες με νέα πρόσωπα, οι υπάλληλοι άλλαζαν. Ήρθε η Τράπεζα Πίστεως με μια μεγάλη παρέα γλεντζέδων με Διευθυντή τον Δρογκίτη. Στην παρέα προστέθηκε και ο καθηγητής ο Παπαγιαννάκης. Νέες παρέες από την Αγροτική με τους Γιώργο Γεωργίου, Καραμήτσα, Μερτζιάνη, Γιοβά, Ζόρλα, Βασίλη Παπαδόπουλο και πολλούς άλλους.
Σαν τέλειωνε το γλέντι όλες οι παρέες κατέληγαν στα Ψηλά Αλώνια για παγωτό.
Η δόξα της κράτησε για καμία επταετία μέχρι που άνοιξε η «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ».
Ο Τέλης, ο οποίος υπήρξε μέγας γλεντζές, δεν μπορούσε ν’ αντέξει να συντηρεί άλλα μαγαζιά κι έτσι στο ισόγειο του ξενοδοχείου έστησε την «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ». Μεγάλο κέντρο με κέφι και χορό. Έτσι σταματήσαμε το πήγαινε-έλα στο Διακοπτό. Στη«ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ» πρωτοτραγούδησαν δύο υπέροχοι νέοι τραγουδιστές, ο Βασίλης ο Κολοκυθάς και ο Μιχαλάκης ο Βλάχος. Ο Βασίλης διασκεδάζει μέχρι σήμερα τους Αιγιώτες με την υπέροχη φωνή και την κιθάρα. DJ o Τζόβολος. Τον Μιχάλη τον Βλάχο διαδέχτηκε ο Χρήστος ο Κουνινιώτης, ο Μπίλης ο Χατζηγεωργίου και άλλοι κατά καιρούς τραγουδιστές.
Οι παρέες ανανεώθηκαν, νέα παιδιά πλέον αποτελούσαν, μαζί με τους παλιούς την πελατεία του Τέλη. Οι παλιοί εργένηδες παντρεύτηκαν και η ζωή συνεχίστηκε. Η παρέα του Ανδρέα του Φιλιππόπουλου διπλασιάστηκε. Αγγελοπουλαίοι, η παρέα του Λέλου, του Κούσκουρη, του Λάκη, του Μιχάλη του Σιαβελή, όλοι γύρω μετά συζύγων. Στην φασαρία προστέθηκε κι ο Γιώργος ο Καλλιμάνης, παντρεμένος πια, που πήρε την σκυτάλη.Ο Αντώνης ο Μπουρνάζος με την φυσαρμόνικα και τις αδελφές του κι ο Μελέτης πάντα ζωηρός και ζωντανός, ήταν πάντα παρόντες.
Η παρέα του Κολέζα, Τσουμπού, Αλεξανδρόπουλου και σία μεγάλωσε. Νέες παρέες από παιδιά, με νέους επιστήμονες επαγγελματίες, η σημερινή γενιά των εξηντάρηδων και εβδομηντάρηδων, πήρε και συνέχισε την Αιγιώτικη παράδοση.
Ήρθαν οι παρέες του Γιώργη Φραγκάκη, Γιάννη Σκούντζου, Χριστοδουλόπουλου, Αλέκου Ιωάννου, Οικονόμου, Χαρίλη, Γιωργάκη, του αδελφού μου και σία. Η παρέα του Λάμπη του Σπυρόπουλου με Τίμο Γάτο και λοιπούς.
Στην δική μας την παρέα άρχισαν τ’ αρραβωνιάσματα. Οι μεγαλύτεροι άρχισαν ν’ αραιώνουν. Εμφανίζονταν μόνον στους επίσημους χορούς. Κι ο χρόνος άρχισε ν’ αλλάζει όλους………. Το κέφι όμως συνέχιζε στην «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ», ειδικά στις γιορτές. Ο Τέλης να σφυρίζει και να τραγουδάει ως το πρωί αμανέδες, τα ζωηρά παιδιά σοβαρεύτηκαν γιατί έγιναν σύζυγοι και η ζωή συνεχίστηκε. Η «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ» μας χάρισε αξέχαστες βραδιές. Πατρινοί με ρωτούσαν μέχρι πρότινος εάν υπήρχε η «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ». Τους είπα, ναι αλλά δυστυχώς δίχως τον Τέλη.
Μετά τη «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ» ο φίλος μας ο Ανδρέα ο Κυριακόπουλος («ΚΕΚΕΣ»), άνοιξε την ανάπλαση μαζί με τον Ράγιο και στου Άνθη ο Μίμης το ομώνυμο κέντρο. Και το δύο υπήρξαν εξαιρετικά μαγαζιά. Έδωσαν κέφι και γλέντι. Όμως δεν κράτησαν για πάρα πολύ. Στην Ανάπλαση έγιναν πολύ οργανωμένοι χοροί. Μας βόλευε γιατί ήταν στο κέντρο της πόλης κι ο Αντρέας φίλος, κεφάτος, εξαιρετικός. Μόνον που φώναζε…..
Ο ‘Ανθης στην συνέχεια συνετός και σοβαρός, δεν κράτησαν για πολλά χρόνια……
Παράλληλα όμως στο Αίγιο λειτουργούσαν μικρά αλλά ζεστά μαγαζιά, που προσέφεραν υπέροχα φαγητά και πολλές φορές ζωντανή μουσική. Τέτοια ήσαν του Ντίνου του Μακρή και του Ιωακείμ στην Καλλιθέα. Του Βαρουξή και του Τσώτσου στο κέντρο του Αιγίου και στην συνέχεια του Σχίζα στον Αι Νικόλα και του Καράμπαμπα στην παραλία. Μόνιμα στου Σχίζα οι παρέες του Μολώση και τον Αλφόνσου και Ραλλάτου με κιθάρες.
Μετά το τέλος της δεκαετίας του ’70 η ζωή στο Αίγιο συνεχίστηκε πλην η διασκέδαση άλλαξε στυλ.
Όλα τώρα όμως είναι γνωστά….
Εκείνα τα υπέροχα βράδια, που περάσαμε, που όλοι μαζί οι Αιγιώτες πίναμε τραγουδούσαμε και χορεύαμε ως το πρωί μου ήρθαν στο νου κι άρχισα να γράφω.
Το όφειλα εξάλλου στη γενιά που αναχώρησε και σ’ όλους εμάς που ακολουθούμε….
Δεν ξέρω βέβαια αν ποτέ θα ξανασυναντηθούμε αλλού………….. να γλεντήσουμε………….
Αν υπάρχει κέφι πάνω εκεί που βρίσκονται ας κρατήσουν τέσσερα πέντε καλά τραπέζια………
Ζητώ συγνώμη από πάμπολλους φίλους που μπορεί να ξέχασα…………
Βλέπεις αρχίσαμε να ξεχνάμε……..
Στάθης Θεοδωρακόπουλος Δικηγόρος και τέως Δήμαρχος Αιγίου
BLOG COMMENTS POWERED BY DISQUS