Του Χρήστου Χωμενίδη
Πεταγόταν ο Θωμάς από την πρώτη Γυμνασίου στις εξίμισι το πρωί κι έτρεχε στη στάση του λεωφορείου. Τού είχαν αλλάξει οι γονείς του σχολείο. Τον είχαν στείλει, με μέσο, στην παρακάτω γειτονιά - εκεί τα καλοριφέρ λειτουργούσαν, οι καθηγητές ήταν καλύτεροι και οι μαθητές επίσης, πιό καλοβαλμένοι αν μη τι άλλο.
Για το μέλλον του, για την πρόοδο του, τον ξύπναγε η μάνα του αξημέρωτα. Οι παρέες του πράγματι βελτιώθηκαν. Άρχισε να συναναστρέφεται παιδιά δημοσίων υπαλλήλων, φαρμακοποιών, οδοντιάτρων, ανθρώπων που τα έβγαζαν πέρα σχετικά άνετα, που πήγαιναν τα καλοκαίρια διακοπές… Στα μαθήματα φευ δεν τα πολυκατάφερνε. "Έχει αδυναμία συγκέντρωσης" αποφάνθηκε ο μαθηματικός. "Το λεξιλόγιό του πολύ περιορισμένο" παρατήρησε η φιλόλογος και τους συνέστησε να του αγοράζουν λογοτεχνικά βιβλία. "Είναι αξιαγάπητος!" είπε η γυμνάστρια – σε τι βοηθούσε όμως αυτό;
Στην ίδια τάξη τουλάχιστον δεν έμεινε ποτέ. Κανέναν δεν άφηναν εκεί στην ίδια τάξη, θα έβλαπτε το κύρος του σχολείου. Ο ίδιος έδειχνε ευχαριστημένος. "Αυτό είναι ακριβώς το πρόβλημα" τούς επεσήμανε ο γυμνασιάρχης. "Δεν έχει απαιτήσεις από τον εαυτό του." "Το αντίθετο από εμάς…" βαριαναστέναξε ο πατέρας του. "Εμείς τη στίβαμε την πέτρα, κάναμε το σκατό μας παξιμάδι. Έτσι γίνεται όμως. Από αγκάθι βγαίνει ρόδο. Κι από ρόδο αγκάθι…" "Φτάνουν οι παροιμίες!" εκνευρίστηκε η μάνα του Θωμά. Εκείνη ήταν που έτρεφε φιλοδοξίες για τον γιό της, που τον ονειρευόταν να κρατάει τη σημαία στις παρελάσεις κι έπειτα να αποφοιτά με ρόμπα από το πανεπιστήμιο, όπως στα σήριαλ, και να ανοίγει γραφείο – τι γραφείο; δικηγορικό βεβαίως! Εκεινής ο πατέρας υπηρετούσε δικαστής στο Αργυρόκαστρο πριν τον εκκαθαρίσει το 1970 ο Χότζα, ο Θωμάς έπρεπε να ξαναπιάσει το νήμα του παππού του. Έπρεπε. Έλα όμως που άλλο πράγμα δεν τον ενδιάφερε παρά να σερφάρει στο διαδίκτυο, "θα στο σπάσω το τάμπλετ!" απειλούσε η μάνα του "μαύρη η ώρα που στο πήρα!"
Μια μέρα, στην Πρώτη Λυκείου, εμφανίστηκε στο σχολείο κουρεμένος καταπληκτικά, σαν μοντέλο. "Ποιός σου’φτιαξε τέτοιο κεφάλι, ρε Τομ;" θαύμασαν οι φίλοι του. "Μονάχος μου. Με ένα ψαλλίδι, την ξυριστική μηχανή του πατέρα μου και με οδηγίες απ’το youtube." Δεν τον πίστεψαν. Την επομένη έφερε τα σύνεργα, έβαλε κάτω τον κολλητό του και τον έκανε σένιο. Πήραν σειρά και οι άλλοι – ως να χτυπήσει το κουδούνι, είχε γεμίσει το τσιμέντο τούφες. "Οι υπόλοιποι αύριο!" είπε ο Τομ. Τύλιξε με πανί τη μηχανή και την έχωσε στην τσάντα του.
Για μια βδομάδα το προαύλιο είχε μεταμορφωθεί από γήπεδο ποδοσφαίρου σε υπαίθριο κομμωτήριο. Ο κολλητός του τον συμβούλεψε να χρεώνει τις υπηρεσίες του, "όχι πολλά – πέντε ευρώ τον πελάτη". Ο Θωμάς δίστασε μα τελικά τον άκουσε. Έκτοτε επέστρεφε στο σπίτι με τις τσέπες γεμάτες. "Αναλαμβάνεις και γυναίκες;" τού χαμογέλασε η ωραία του σχολείου. Εκείνος κοκκίνησε. "Δεν ξέρω…" είπε και προσηλώθηκε στο σβέρκο τού γκόμενού της.
Το ταλέντο, το χάρισμα έχει μυριάδες όψεις. Κάποιες δεν είναι καλοδεχούμενες. Άλλες ούτε καν ανεκτές. Ο λυκειάρχης κάλεσε τους γονείς του και τούς ενημέρωσε για τα καμώματά του, που τα’ χε παρακολουθήσει απ’ το παράθυρο του γραφείου του. "Πρόκειται" είπε "για διασάλευση της τάξης! Αλοίμονο εάν το σχολείο καταντήσει οίκος εμπορίου. Εάν ο κάθε μαθητής παρέχει επί χρήμασι υπηρεσίες!" Τον έφεραν να απολογηθεί. "Άμα κουρεύω δωρεάν θα’ χετε πρόβλημα;" ρώτησε ο Θωμάς το αυτονόητο. Το μάτι όμως τού πατέρα του είχε γυρίσει. "Πούστεψες ρε;" τού γάβγισε. "Γκέι μού’ γινες;" "Καμία σχέση!" τού ορκίστηκε, ειλικρινά, εκείνος. "Απλώς μού αρέσει η τέχνη της κομμωτικής…" "Να τα κόψεις αυτά!" τον διέταξε.
Σε ένα διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον, δεν αποκλείεται ο Θωμάς να αντιμετωπιζόταν σαν παιδί-θαύμα. Ίσως η οικογένειά του να είχε ακούσει αν όχι για τον Βιντάλ Σασούν που έγινε παγκοσμίως διάσημος και δισεκατομμυριούχος, για τους γλύπτες τουλάχιστον τής ανθρώπινης κεφαλής, οι οποίοι ανοίγουν πολυτελέστατα καταστήματα στο Κολωνάκι και στην Κηφισιά. Ίσως να είχαν δει τον "Μπίλι Έλιοτ". Μα στα Καμίνια τα κουκιά ήταν μετρημένα. Άμα δεν ήθελε ο πιτσιρικάς να στρώσει κώλο στα βιβλία, θα ακολουθούσε τον δρόμο του πατέρα του. Ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων.
Ο Θωμάς αντιστάθηκε επί μήνες. Δεν είχε τα κότσια να συγκρουστεί, να σηκώσει μπαϊράκι. Ήταν ωστόσο μουλωχτός. Μετέφερε την επιχείρησή του στο σπίτι του κολλητού του, στο υπόγειο που είχε ανεξάρτητη είσοδο. Δεχόταν κάθε απόγευμα την πελατεία του - η φήμη του είχε διαδοθεί σε όλα τα σχολεία του Πειραιά. Είχε αγοράσει με τα κέρδη του επαγγελματικό εξοπλισμό, πετσέτες, καθρέφτη, μέχρι και περιστρεφόμενη πολυθρόνα. Ώσπου τον πήρανε χαμπάρι οι άλλοι γονείς και τον πέταξαν με τις κλωτσιές.
Ο πατέρας του άρχισε να παραπατάει σφίγγοντας το στήθος του, "η καρδιά μου!" ολόλυζε. Άθλιος ηθοποιός, η μάνα ωστόσο τού έκανε κλάκα. "Θα τον σκοτώσεις;" πήρε παράμερα τον Θωμά. "Θα τον στείλεις στον τάφο για τρίχες;" Αυτό ήταν. Το πρόβατο το απολωλός έσκυψε το κεφάλι και συνθηκολόγησε.
Λιώνει τώρα στο διάβασμα, προετοιμάζεται εργωδώς για τις Πανελλαδικές. Σιχαίνεται ό,τι αποστηθίζει μα περισσότερο τρέμει στην πιθανότητα να αποτύχει και να καταλήξει βοηθός τού πατέρα του. Τα συνεργά του τα πούλησε η μάνα του κοψοχρονιάς σε μια γνωστή της κομμώτρια. Κι ο ίδιος έχει αφήσει τα μαλλιά του εντελώς αφρόντιστα, λαδωμένα, ούτε καν λούζεται συχνά.
Ανοίγουν τάφοι για τρίχες; Σίγουρα από κάτω τους θάβονται όνειρα.
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
https://www.capital.gr/xristos-xomenidis/3387562/anoigoun-tafoi-gia-trixes
BLOG COMMENTS POWERED BY DISQUS