Η αδυναμία των ηγετών της ΕΕ να προβλέψουν ουσιαστικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις σε μία μη βέλτιστη νομισματική ένωση έχει σήμερα τριπλάσιο κόστος από αυτό που θα είχε αν είχαν γίνει οι σχετικές προβλέψεις πριν μία εικοσαετία!!
Του Αθανανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Θυμάται κανείς την περίφημη έκθεση MacDougall του 1977 σχετικά με την δημοσιονομική οργάνωση της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας; Η απάντηση σίγουρα είναι αρνητική. Και όμως, η περίφημη αυτή έκθεση στην ουσία υπήρξε η αφορμή για την μετέπειτα πορεία του ευρωπαϊκού μορφώματος προς την οικονομική και νομισματική του ένωση.
Τί έλεγε, όμως, αυτή η έκθεση, η οποία εκπονήθηκε ύστερα από εντολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς μία ομάδα ειδικών υπό την προεδρία του D. MacDougall; Επιφορτισμένη να μελετήσει τον ρόλο των δημοσίων οικονομικών στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η έκθεση αυτή προέβλεπε την σημερινή κρίση της ευρωζώνης! Χαρακτηριστικά, τόνιζε ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας κοινού νομίσματος και άρα νομισματικής ένωσης θα ήταν μάταιη αν ο κοινοτικός προϋπολογισμός –που τότε αντιπροσώπευε το 0,7% του συνολικού κοινοτικού ΑΕΠ– δεν ανέβαινε σταδιακά σε ποσοστό 5%-7%. Επίσης, η έκθεση θεωρούσε απαραίτητη, σε κοινοτικό επίπεδο, την δημιουργία ενός σταθεροποιητικού μηχανισμού που θα βοηθούσε τις χώρες μέλη να αντιμετωπίζουν και να καταπολεμούν ασυμμετρικά σοκ.
Στην εποχή τους, οι προτάσεις αυτές θεωρήθηκαν εξωπραγματικές και για καταπολεμήθηκαν, για διαφορετικούς λόγους, από την Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο –με το τελευταίο να είναι πλήρως αντίθετο σε κάθε προοπτική οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης. Ωστόσο, μετά την συμφωνία για την ενιαία αγορά και την γνωστή έκθεση Τσεκίνι που την στήριζε, το 1993, η υπό τον Ζακ Ντελόρ Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέθεσε σε μία νέα ομάδα την σύνταξη έκθεσης για την οικονομική και νομισματική ένωση, η οποία εθεωρείτο πλέον αναπόφευκτη. Οι προτάσεις της νέας αυτής έκθεσης έκαναν εκ νέου λόγο για έναν κοινοτικό προϋπολογισμό που θα αντιπροσώπευε το 2,25% του κοινοτικού ΑΕΠ, με παράλληλη άνοδο των αποκαλούμενων συγκυριακών σταθεροποιητικών δαπανών στο 1% του κοινοτικού ΑΕΠ. Οι προτάσεις αυτές απερρίφθησαν μετά πολλών επαίνων, ενώ, σταδιακά, τα χρόνια που ακολούθησαν, ο κοινοτικός προϋπολογισμός όχι μόνον δεν αυξήθηκε ως ποσοστό του κοινοτικού ΑΕΠ αλλά, από το 1,27% του 1993, έπεσε το 2000 στο 1% του ΑΕΠ.
Σημειώνουμε ότι το 1993, στις σχετικές συζητήσεις για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, η τότε κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου πήρε σαφέστατη θέση κατά της αυξήσεώς του και συντάχθηκε με την Γαλλία η οποία, σε αντίθεση με την Γερμανία, ήθελε περισσότερη εθνική δημοσιονομική κυριαρχία. Αναφορικά δε με την νομισματική ένωση, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν σαφώς εναντίον της, στο μέτρο που θα οδηγούσε και στην οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης την οποία επιζητούσε τότε η Γερμανία. Είναι δε γνωστό ότι η Ελλάδα, αν και είχε προσυπογράφει φαρδιά-πλατειά την Συνθήκη του Μάαστριχτ, ουδέποτε την έλαβε σοβαρά υπ’ όψιν της και, με εξαίρεση την περίοδο 1996-2001, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να τηρήσει τους όρους της. Αντιθέτως, οι ελληνικές κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα επωφελήθηκαν από την πτώση των πραγματικών επιτοκίων που σημειώθηκε στις αρχές της δεκαετίας τού 1990 και, αντί να αξιοποιήσουν το «δώρο» αυτό για να δημιουργήσουν αναπτυξιακές συνθήκες, με παράλληλη δημοσιονομική εξυγίανση, αντιθέτως επεδόθησαν σε ένα πάρτυ καταναλωτικού δανεισμού –στο οποίο ήλθε να προστεθεί και η ευφορία της χρηματιστηριακής φούσκας τού 1999, με τις γνωστές στην συνέχεια παρενέργειες.
Το ίδιο, ωστόσο, συνέβη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), με εξαίρεση την Γερμανία. Όπως προκύπτει από τους κοινοτικούς λογαριασμούς, οι περισσότερες χώρες μέλη της ΕΕ χρησιμοποίησαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα όχι για να χρηματοδοτήσουν δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε άνοδο των δημοσιονομικών τους εσόδων, αλλά για να καλύψουν τρέχουσες δημοσιονομικές δαπάνες.
Λαμπρή εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα, πέρα από την Γερμανία, απετέλεσε και η Φινλανδία, η οποία, για να αντιμετωπίζει ενδεχόμενα χρηματοοικονομικά σοκ, δημιούργησε ένα Ταμείο Σταθερότητας που στηριζόταν στην ιδιωτική πρωτοβουλία και ήταν το προϊόν της συμφωνίας ανάμεσα στην κυβέρνηση, την εργοδοσία και τα συνδικάτα. Η δε χρηματοδότηση του Ταμείου γινόταν μέσω κοινωνικών εισφορών, συνδεδεμένων όμως με τους ρυθμούς ανάπτυξης της φινλανδικής οικονομίας. «Η περίπτωση της Φινλανδίας», μάς έλεγε πρόσφατα ο πρώην αντιδήμαρχος του Ελσίνκι και συνάδελφος Μάττι Κόβα, «δείχνει προς κάθε κατεύθυνση ότι η Ευρώπη, όταν θέλει, μπορεί. Δυστυχώς, όμως, οι πολιτικοί δεν το καταλαβαίνουν αυτό για τον απλό λόγο ότι οι ορίζοντές τους δεν πάνε πιο μακρυά από την διετία ή την τριετία…».
Πράγματι, ο συνομιλητής μας δεν έχει άδικο. Η Ευρώπη, μετά την πτώση του κομμουνισμού, ασχολήθηκε περισσότερο με τον ρόλο της Γερμανίας στους κόλπους της παρά με την πολιτική διάσταση του εγχειρήματος της ΟΝΕ, που αποτελούσε και προϋπόθεση για την επιβίωσή της.
BLOG COMMENTS POWERED BY DISQUS