Εκτύπωση
Άρθρα - Απόψεις
Εμφανίσεις: 317

Χρήστος Χωμενίδης: «Δεν ήθελα να γίνω συγγραφέας. Ήθελα να γίνω ...

Του Χρήστου Χωμενίδη

Κάποτε, λιγότερο από έναν αιώνα πριν, η Αθήνα ήταν η πόλη των νερών. Ποτάμια, ποταμάκια, ρέματα δρόσιζαν κάθε γειτονιά της. Στο Παγκράτι, στην πλατεία Προσκόπων, υπήρχε το Βατραχονήσι από το οποίο ο ερωτευμένος με την Ανδριάνα κανταδόρος τής υποσχόταν ότι θα της κουβαλάει νερό για την πλύση. Στην αρχή της οδού Αναπαύσεως, εκεί που βρίσκεται ο ναϊσκός της Αγίας Φωτεινής, οι ιππήλατες νεκροφόρες περνούσαν ένα γεφυράκι κινούμενες προς το πρώτο κοιμητήριο της πρωτεύουσας. Ο Ιλισσός φάνταζε σε εκείνο το σημείο σαν άλλος ποταμός Αχέρων. Το 1933, η γιαγιά μου αποφάσισε με το κομπόδεμα από την εργασία της -είχε οίκο ραπτικής- να αγοράσει σπίτι. Στην ειδυλλιακή τότε συνοικία της Κυψέλης. "Μονάχα μην το πάρεις στη Φωκίωνος Νέγρη!" τη συμβούλευσαν. "Θα σας θερίζουν τα κουνούπια – θα σας ξεκουφαίνουν τα βατράχια!"


Το ρέμα της Φωκίωνος, το οποίο πήγαζε προφανώς από τα Τουρκοβούνια, μπαζώθηκε πριν γεννηθώ. Οι πάπιες που τάιζα ως νήπιο εξέλιπαν. Ο Παεζάνο -εστιάτωρ και εκκεντρική μορφή τής Αθήνας- με ημίψηλο καπέλο, αφράτη γενειάδα και πιθηκάκι καθισμένο στον ώμο του, απεχώρησε. Κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990, οι αυτόχθονες της Κυψέλης μετακόμιζαν μαζικά στα προάστια. Τη θέση τους έπαιρναν οι μετανάστες. Ο στίχος του Νίκου Γκάτσου "…στη Φωκίωνος Νέγρη, Ινδιάνοι και Νέγροι…" αποδεικνυόταν προφητικός.

Κατά τις εβδομάδες της καραντίνας εξελίχθηκα -όπως ίσως και εσείς- σε δεινό περιπατητή. Η βόλτα με τα πόδια ήταν μία από τις λίγες απολαύσεις που μάς είχαν μείνει. Πόσω δε μάλλον που η αστική ατμόσφαιρα γνώριζε μικρές, πλην εντυπωσιακές, μεταμορφώσεις. Στα δέντρα κάθονταν παράξενα πουλιά, φερμένα προφανώς από τα γύρω βουνά. Η ανοιξιάτικη βλάστηση έθαλλε όπως ποτέ πριν. Μερικούς μήνες ακόμα να διαρκούσε η απαγόρευση κυκλοφορίας, δεν αποκλείεται να κατέβαιναν από την Πάρνηθα και αλεπουδίτσες. Σκαντζόχοιροι έστω.

Σάββατο βράδυ στην Κυψέλη. Ένα πολύχρωμο, ετερόκλητο πλήθος γεμίζει τις πλατείες και τους πεζόδρομους. Δεν πρόκειται για "παρτάκηδες" με άποψη, για "αντιρρησίες συνείδησης", για ανθρώπους που ιδεολογικοποιούν καταθλιπτικά τη ζωή τους. Κόσμος που λαχταράει να πάρει μιάν ανάσα είναι μέσα στον πρώιμο καύσωνα. Παιδάκια, έφηβοι, ζευγάρια πάσης εθνικότητας, ηλικιωμένοι που βαδίζουν αργά.

Κρατούν τις αποστάσεις και τις προφυλάξεις; Σε γενικές γραμμές, ναι. Κάποιοι ασφαλώς κινούνται πιο ασυλλόγιστα, άλλοι παραφοβούνται – μία κυρία φοράει δύο μάσκες τη μια πάνω απ’την άλλη. Οι καφετέριες και οι ψησταριές παραμένουν τυπικά κλειστές, με τα τραπεζοκαθίσματα σουρεαλιστικά αλυσσοδεμένα ενώ οι μηχανές τους δουλεύουν στο φουλ. Η πελατεία στέκει στην ουρά για σουβλάκι ή για παγωτό. Κανείς -γεγονός αξιοπρόσεκτο- δεν αποπειράται κουτοπόνηρα να υποσκελίσει κανέναν, η σειρά προτεραιότητας τηρείται ευλαβικά. Η άσφαλτος έχει, Μάιο μήνα, πυρώσει. Θυμάμαι τα νερά που τρέχουν κάτω από τα πόδια μας κι αναρωτιέμαι γιατί ο Δήμος δεν τα αρδεύει για να μας ποτίσει. Αγοράζω δυό μπουκαλάκια από το περίπτερο και δυό μπανάνες από έναν πλανόδιο νυχτερινό μανάβη, βγαλμένο λες από ταινία με τον Χάρι Μπελαφόντε. "Come mister, tally man, tally me, banana!”

Κι ενώ ξαποσταίνουμε σε ένα παγκάκι για να τις απολαύσουμε, γινόμαστε μάρτυρες του πιο συγκινητικού πάρτυ γενεθλίων. Στο μισοξεραμένο παρτέρι μπροστά μας, πεντέξι άνθρωποι -οικογένεια; φίλοι;- όρθιοι γιορτάζουν τον έναν τους. Τού έχουν φέρει μια τούρτα, μπήγουν τα κεριά, τα ανάβουν και ξεκινούν το "Να ζήσεις και Χρόνια Πολλά!". Το βλέμμα μου στέκεται στη μάνα που κουνάει νανουριστικά το καροτσάκι για να μην ξυπνήσει το μωρό. Κι έπειτα στον γηραιότερο με το ολοφάλακρο κεφάλι και το πλατύ χαμόγελο. "Να σού το τραγουδήσουμε και στα ποντιακά!" προτείνει μα οι υπόλοιποι δεν ξέρουν τα λόγια και ο ίδιος αποδεικνύεται πολύ ντροπαλός. Ο εορταζόμενος σβήνει τα κεράκια και αφού δεν επιτρέπεται να τους αγκαλιάσει και να τους φιλήσει, αγκαλιάζει και φιλάει τον αέρα. Η εικόνα είναι τρυφερή και παράδοξη, σάμπως ένας αόρατος άνθρωπος να στέκεται στο κέντρο της συντροφιάς.

"Δεν είχαν σπίτι για να γιορτάσουν;" θα ρωτήσετε. Να ήταν τα σπίτια τους ασφυκτικά στενά, υπόγεια, από αυτά που υπάρχουν σε κάθε πολυκατοικία της Κυψέλης κι απ’τα παράθυρά τους βλέπεις τα πόδια των περαστικών; Να επρόκειτο για πάρτυ-έκπληξη, "κατέβα στη Φωκίωνος!" να του’χαν πει και να τού παρουσίασαν αιφνιδιαστικά την τούρτα; Πώς θα μπορούσα εγώ να ξέρω;

Κοιτάζοντας τους ωστόσο να δίνουν νόημα στη βραδιά, να την κάνουν ξεχωριστή, θυμήθηκα τον διάλογο που επαναλαμβάνεται στις σελίδες της αριστουργηματικής "Λωξάντρας". "Τις έστιν πλούσιος;" ρωτάει η Λωξάντρα τον άνδρα της, τον Δημητρό. "Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος, κοκόνα μου!" της απαντάει εκείνος.

* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

https://www.capital.gr/xristos-xomenidis/3454102/oi-en-to-oligo-anapauomenoi

 

Το Βήμα της Αιγιάλειας
Author: Το Βήμα της Αιγιάλειας
Ανεξάρτητη eφημεριδα άποψης.

BLOG COMMENTS POWERED BY DISQUS