Εκτύπωση
Άρθρα - Απόψεις
Εμφανίσεις: 403



Ο αρχιλαϊκιστής πρόεδρος των ΗΠΑ, πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει έναν συνολικό πόλεμο κατά της Κίνας, υποχρεώνοντας το Πεκίνο να τονώσει την εσωτερική ζήτηση,τώρα που μετασχηματίζεται η οικονομία της χώρας.

Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου

Το ότι η Κίνα και η Αμερική βρίσκονται σε κατάσταση παγκόσμιου ανταγωνισμού, σε όλα τα επίπεδα, είναι κοινός τόπος. Το ίδιο ισχύει και για τη βούληση των δύο διαφορετικών πολιτικών καθεστώτων να αποφύγουν μια ένοπλη σύγκρουση. Άρα για μια μακρά σχετικά περίοδο, οι δυό υπερδυνάμεις, θα ανταγωνίζονται σε πεδία όπως η οικονομία, η καινοτομία, η τεχνητή νοημοσύνη, η προπαγάνδα και η πρόσβαση σε πρώτες ύλες.



Με διαφορετικά λόγια, ΗΠΑ και Κίνα θα επιδιώκουν να έχουν τα περισσότερα δυνατά οφέλη από την παγκοσμιοποίηση, με το χαμηλότερο κόστος. Και από την άποψη αυτή, θα πρέπει να τονιστεί ότι η Κίνα μπαίνει στην παγκόσμια αγορά με σοβαρά μειονεκτήματα έναντι της Αμερικής, τα οποία προσπαθεί να καλύψει και υπερκεράσει όχι πάντα με θεμιτά μέσα.

Κατά τον καθηγητή Χρηματοοικονομικής κ.Νικήτα Πιττή, συναφης με τη διαμάχη σχετικά με τα οφέλη και το κόστος της παγκοσμιοποίησης είναι και ο πρόσφατος εμπορικός πόλεμος μεταξύ Αμερικής και Κίνας. Φαινομενικά, η αιτία που προτάσσεται ως κυρίαρχη για τον εμπορικό πόλεμο είναι το συνεχώς διευρυνόμενο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της Αμερικής έναντι της Κίνας. Συγκεκριμένα, οι αμερικανικές εισαγωγές από την Κίνα ανέρχονται στα 540 δισ. δολάρια ενώ οι αντίστοιχες εξαγωγές είναι μόνο 120 δισ. δολάρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα σημαντικό μέρος αυτών των εισαγωγών αφορά σε προϊόντα, όπως υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, υποδήματα κλπ., τα οποία παράγονται στην Κίνα από αμερικανικές εταιρείες. Το επί σειράν ετών εμπορικό πλεόνασμα της Kίνας συσσωρεύεται με τη μορφή εξωτερικού χρέους της Αμερικής έναντι της Κίνας. Στο τέλος του 2018, το αμερικανικό χρέος προς την Κίνα άγγιζε τα 1,12 τρισ. δολάρια.

Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν όχι το εμπορικό πρόβλημα της Αμερικής έναντι της Κίνας δεν είναι πρόσφατο. Επί σειρά ετών η Αμερική και η Κίνα είχαν υιοθετήσει μια «σιωπηρή συμφωνία» σύμφωνα με την οποία η Κίνα θα δανείζει την Αμερική, προκειμένου η τελευταία να αγοράζει τα προϊόντα της. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, τι προκάλεσε την κατάρρευση αυτής της συμφωνίας; Γιατί μόλις τώρα ανακάλυψε η Αμερική το εμπορικό πρόβλημά της με την Κίνα και αντέδρασε με τέτοια σφοδρότητα; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει δύο σκέλη; (i) Καταλύτης στην αναγωγή του εμπορικού προβλήματος σε εμπορικό πόλεμο ήταν η εκλογή του προέδρου Trump. Στο παρελθόν, και άλλες αμερικανικές κυβερνήσει (σχεδόν όλες) εξέφραζαν παράπονα τόσο στην ίδια την Κίνα όσο και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου σχετικά με αθέμιτες πρακτικές που εφάρμοζε αυτή η χώρα στην προώθηση των εξαγωγών της (όπως για παράδειγμα την επί χρόνια τεχνητή υποτίμηση του κινεζικού νομίσματος). Ο πρόεδρος Trump θεώρησε ότι η διπλωματική οδός δεν φέρνει αποτελέσματα και προχώρησε σε πιο «πειστικά» μέτρα, όπως η επιβολή δασμών στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων. (ii) Πίσω από τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών υποκρύπτεται μια άλλη, σοβαρότερη ίσως πηγή τριβής μεταξύ τους που είναι αυτή της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας, ήτοι υψηλής τεχνολογίας. Στο επίπεδο αυτό είναι γεγονός ότι οι Κινέζοι διαθέτουν άψογες υπηρεσίες, αλλά και καλοπληρωμένους πράκτορες από αυτήν της συλλογής πληροφοριών για την Κίνα. 

Κατά συνέπεια, η επιβολή δασμών στις κινεζικές εισαγωγές δεν αποτελεί για την Αμερική απλώς ένα εργαλείο πολιτικής για τη μείωση του εμπορικού της ελλείμματος, αλλά ένα ισχυρό όπλο εξαναγκασμού της κινεζικής κυβέρνησης να εγκαταλείψει την πολιτική κλοπής αμερικανικής τεχνολογίας. Αυτό το σημείο τριβής είναι ιδιαιτέρως σύνθετο και ως εκ τούτου δύσκολο να επιλυθεί. 

Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κάποιος να θέσει το ερώτημα: «Έχει ανάγκη η Κίνα να κλέβει ξένη τεχνολογία; Δεν έχει φτάσει ήδη η ίδια σε ένα σημείο τεχνολογικής επάρκειας τέτοιο που να την καθιστά ηγέτη και όχι ουραγό στην παραγωγή νέας τεχνολογίας;». Είναι γεγονός ότι η Κίνα έχει κάνει τεράστια βήματα στον τεχνολογικό τομέα. Πλην όμως, στην τεχνολογία αιχμής, όπως η τεχνητή νοημοσύνη (Artificial Intelligence), τα δεδομένα μεγάλου όγκου (Big Data), και οι κβαντικοί υπολογιστές (Quantum Computing) η Αμερική διατηρεί ένα σημαντικό προβάδισμα. Στρατηγικός στόχος της Κίνας είναι να καλύψει αυτό το τεχνολογικό κενό όσο το δυνατόν γρηγορότεραΟχι μονον για οικονομικούς λόγους αλλά και για πολιτικους. Οι κινεζικές Αρχές γνωρίζουν καλά ότι όσο η Αμερική διατηρεί τo τεχνολογικό προβάδισμα θα έχει  και ένα σημαντικό πλεονέκτημα τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Εξ αυτού του λόγου, ο πρόεδρος Xi έχει επανειλημμένα διακηρύξει σε όλους τους τόνους (ενίοτε το αναγάγει σε θέμα εθνικής ασφάλειας) ότι οι επενδύσεις στο εσωτερικό της χώρας πρέπει πλέον να στραφούν σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και να απομακρυνθούν από την παραδοσιακή βιομηχανία. Αυτή η αλλαγή πολιτικής εντάσσεται μέσα σε μια ευρύτερη προσπάθεια της κινεζικής οικονομίας «να γυρίσει σελίδα» και να μετατραπεί από μια οικονομία που στηρίζεται στις επενδύσεις σε παραδοσιακούς τομείς (π.χ. υποδομή) και στις εξαγωγές, σε μια νέα οικονομία θεμελιωμένη στις επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες και την εγχώρια ιδιωτική κατανάλωση. Το μεγάλο στοίχημα της Κίνας και όχι μονον, είναι το κατά πόσον η μετάβαση από το ένα παραγωγικό μοντέλο στο άλλο, μπορεί να γίνει ομαλά, με αναταράξεις, ή καθόλου.

Αυτό είναι σήμερα το χαρτί που «παίζει» ο Ντόναλντ Τράμπ και σε επόμενο άρθρο μας θα διερευνήσουμε αν μπορεί να κερδίσει αυτό που θέλει.

Αθανάσιος Παπανδρόπουλος
Author: Αθανάσιος Παπανδρόπουλος
Ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος, γόνος επιχειρηματικής και δημοσιογραφικής οικογένειας των Πατρών (Νεολόγος Πατρών, 1879-1973), γεννήθηκε στο Ψυχικό το 1941 και φέτος συμπληρώνει 50 χρόνια δημοσιογραφικής καριέρας. Οικονομολόγος και ειδικός σε θέματα επικοινωνίας, έχει τιμηθεί με 42 δημοσιογραφικά βραβεία και είναι Ιππότης της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Εργάστηκε 30 χρόνια στον Οικονομικό Ταχυδρόμο και σε άλλα έντυπα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη και συνεργάστηκε με γνωστές εφημερίδες και εξειδικευμένα περιοδικά. Σήμερα αρθρογραφεί στις εφημερίδες Εστία, Ναυτεμπορική και είναι σύμβουλος στο περιοδικό Μάνατζερ της Ελληνικής Εταιρείας Διοικήσεως Επιχειρήσεων. Επίσης, παρουσιάζει την εκπομπή «Δρόμοι της Ανάπτυξης» στο οικονομικό τηλεοπτικό κανάλι Sbc. Επίσης διαδικτυακά, αρθρογραφεί στο Εuro2day.gr,στο EBR και στο αγγλόφωνο European Business Review. Είναι επίτιμος διεθνής πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και διοικητικός πρόεδρος του ελληνικού τμήματός της, μέλος του ΔΣ της Ένωσης Συντακτών Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και χρημάτισε επί εξαετία πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού-Ηλεκτρονικού Τύπου. Από το 2002 είναι μέλος της Γερουσίας για την Ένωση της Ευρώπης, από την οποία και τιμήθηκε για τα άρθρα του περί ομοσπονδιακής Ευρώπης.

BLOG COMMENTS POWERED BY DISQUS