Εκτύπωση
Άρθρα - Απόψεις
Εμφανίσεις: 754

Του Γιώργου Κύρτσου

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης περιγράφει την επενδυτική απογείωση, ενώ συμβάλλει στην επενδυτική καχεξία

Η στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2015 και ολοκληρώθηκε, σε επίπεδο θεωρίας, με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος-μνημονίου, η σταθεροποίηση της οικονομίας και η βελτίωση της προοπτικής της, καθώς και οι επιδόσεις-ρεκόρ στον τομέα του τουρισμού, είναι τα καλά νέα για την ελληνική οικονομία. Παραμένουν όμως τεράστια κενά στην οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται και η κάλυψή τους δεν μοιάζει να είναι στις προτεραιότητες της κυβέρνησης Τσίπρα.



Επενδυτική καχεξία

Παρά την προσπάθεια του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης να δημιουργήσει την εντύπωση ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μία επενδυτική απογείωση, οι επιδόσεις παραμένουν πολύ κάτω του μετρίου. Το 2016 ήταν η χειρότερη επενδυτική χρονιά των τελευταίων τετραετιών, ο δε πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του δεν φαίνονται σε θέση να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που μάς καταδικάζουν σε επενδυτική καχεξία.

Το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων πηγαίνει από μείωση σε μείωση. Οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται στηρίζονται κυρίως στην δυναμική του τουριστικού τομέα, η οποία αναπτύσσεται σε πείσμα των φορομπηχτικών παρεμβάσεων της κυβέρνησης, και σε ένα τμήμα του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων που είχε προετοιμάσει η κυβέρνηση Σαμαρά παρά την δυναμική αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά του κ. Τσίπρα.

Τα ψήγματα επενδυτικής πολιτικής δεν αποτελούν ολοκληρωμένη στρατηγική για να καλύψουμε το επενδυτικό χάσμα που μάς χωρίζει από τις επιδόσεις της ευρωζώνης και εκτιμάται ότι είναι της τάξης των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ τον χρόνο.

Η επενδυτική καχεξία οφείλεται και στην αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να συμβάλει στην επαρκή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Οι τράπεζες δεν έχουν συνέλθει από την κρίση του 2015, οπότε το αποτυχημένο πείραμα Τσίπρα-Βαρουφάκη οδήγησε στην πολυσυζητημένη τραπεζική αργία. Καταθέσεις ύψους 40 δισεκατομμυρίων ευρώ έφυγαν χωρίς ποτέ να επιστρέψουν, ένα ποσό της τάξης των 40 δισεκατομμυρίων ευρώ που αναλογούσε στις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις χάθηκε οριστικά και θα καλυφθεί υποχρεωτικά από τους φορολογούμενους πολίτες, ενώ τα κόκκινα δάνεια έφτασαν στο 45% του συνόλου και στο 60% για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Δεν είναι περίεργο ότι στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν συνεχίστηκε η μείωση στην χορήγηση δανείων στην πραγματική οικονομία, ενώ τα επιτόκια των δανείων παραμένουν σε απαγορευτικά υψηλά επίπεδα και, σε αρκετές περιπτώσεις, είναι τριπλάσια από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να μην έχει στρατηγική για την δραστική βελτίωση της κατάστασης στον τραπεζικό τομέα, την αποτελεσματική και δημιουργική διαχείριση των κόκκινων δανείων και την σταδιακή αύξηση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Τους επόμενους μήνες θα κυριαρχεί στην επικαιρότητα η διαμάχη του ΔΝΤ με τους Ευρωπαίους εταίρους γύρω από την ανάγκη μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών.

Πολλές σημαντικές ελληνικές επιχειρήσεις διεθνοποιούν τις δραστηριότητές τους ή απορροφώνται από ξένες πολυεθνικές, σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τους περιορισμούς που χαρακτηρίζουν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί διευκόλυναν τις τράπεζες χωρών της ευρωζώνης που αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα, δεν πρόσφεραν όμως μεγάλες ευκαιρίες –όπως έκαναν στην Ισπανία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία– στις ελληνικές τράπεζες, γιατί, εκτός των άλλων, η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έκανε συγκεκριμένες προτάσεις, ούτε μπόρεσε να ασκήσει πολιτική πίεση σε αυτή την κατεύθυνση.

Λάθος μείγμα πολιτικής

Η σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και η βελτίωση της προοπτικής της επιτεύχθηκαν μέσα από ιδιαιτέρως σκληρά μέτρα, με μεγάλο κόστος. Και ενώ οι περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το μείγμα οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται δεν μπορεί να εξασφαλίσει την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε περίοδο σταθερής και δυναμικής ανάπτυξης, η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα για να προετοιμάσει διορθωτικές αλλαγές στην οικονομική πολιτική. Δεν γίνεται σοβαρή προσπάθεια για να περιοριστούν οι δημόσιες δαπάνες, ενώ η αποδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης και η προσπάθεια θεσμικής υπονόμευσης της Δικαιοσύνης περιορίζουν ακόμη περισσότερο το οικονομικό αποτέλεσμα των δύσκολων μέτρων που εφαρμόζονται.

Το οικονομικό επιτελείο επιμένει στην αδιέξοδη πολιτική της υπερφορολόγησης και προσπαθεί να καλύψει τα λάθη και τις παραλείψεις του με πρόσθετα μέτρα που θα εφαρμοστούν το 2019 και το 2020. Τα μέτρα αυτά, τα οποία αναμένεται να αποδώσουν 2% του ΑΕΠ μέσω της μείωσης των παλαιών κύριων συντάξεων και της μείωσης του αφορολόγητου ορίου στο ετήσιο εισόδημα, δοκιμάζουν την αντοχή ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού, το οποίο έχει απογοητευτεί ύστερα από τόσα χρόνια «θυσιών χωρίς ελπίδα».

Το χειρότερο είναι ότι τα πρόσθετα μνημονιακού τύπου μέτρα που θα εφαρμοστούν το 2019 και το 2020, μετά την λήξη του τρίτου προγράμματος-μνημονίου τον Αύγουστο του 2018, έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία μπορεί να τα καταστήσουν αντιπαραγωγικά. Για παράδειγμα, οι μεγαλύτερες μειώσεις στις συντάξεις θα ισχύσουν για τους ασφαλισμένους που δηλώνουν μεσαία ή υψηλά εισοδήματα και έχουν τουλάχιστον 35 χρόνια συμμετοχής στην χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος με τις εισφορές τους.

Το πολιτικό μήνυμα της σημερινής εξουσίας προς τους ασφαλισμένους είναι απλό: δεν συμφέρει να είσαι συνεπής ασφαλισμένος σε βάθος χρόνου, γιατί τελικά ένα σημαντικό τμήμα των ασφαλιστικών εισφορών σου δεν θα χρησιμοποιηθεί για την εξασφάλιση ικανοποιητικής σύνταξης αλλά για άλλους σκοπούς. Με την πολιτική που εφαρμόζεται δημιουργούνται αντικίνητρα για την παραμονή των συνεπών ασφαλισμένων στην χρηματοδότηση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Απαγορευτικά επιτόκια

Μπορεί να επέστρεψε το ελληνικό Δημόσιο στις διεθνείς αγορές μετά από τριετή απουσία, τα νέα όμως δεν είναι ιδιαιτέρως καλά σε ό,τι αφορά τα επιτόκια δανεισμού. Το πενταετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου διατέθηκε στις αγορές με «τσουχτερό» επιτόκιο, το οποίο, ανάλογα με τον υπολογισμό, είναι 4,6% έως 4,9%, σε μία περίοδο κατά την οποία το επιτόκιο για το πορτογαλικό και το κυπριακό πενταετές ομόλογο είναι από 1,2% έως 1,8%, ενώ η Ιρλανδία κατάφερε να αντλήσει από τις αγορές 500 εκατ. ευρώ με πενταετές ομόλογο το οποίο είχε οριακά αρνητικό επιτόκιο.

Ο μεγάλος κίνδυνος είναι να παραμείνουν τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου σε πολύ υψηλά επίπεδα εξαιτίας και των τεράστιων κενών στην οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται. Αυτό σημαίνει ότι θα αυξηθούν οι πιθανότητες να δικαιωθεί το ΔΝΤ, το οποίο εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία δεν θα πάει ιδιαίτερα καλά, με αποτέλεσμα να παραμείνουν τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου σε υψηλά επίπεδα, να αυξηθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και έτσι να παραμείνει αυτό μη βιώσιμο.

Εάν κρίνουμε από τον τρόπο που κινείται, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προσπαθεί να κερδίσει κάποιες εντυπώσεις ώστε να περιοριστεί η εκλογική αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ, αδιαφορώντας για την ουσία και την προοπτική. Έτσι, θα βγάλει τον Αύγουστο του 2018 τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές από το πρόγραμμα, απαλλάσσοντάς τους από την υποχρέωση να χρηματοδοτούν με προνομιακούς όρους το ελληνικό Δημόσιο, ενώ θα παρατείνει την ταλαιπωρία του ελληνικού λαού με τα μνημονιακού τύπου μέτρα του 2019 και του 2020. Επίσης, το οικονομικό επιτελείο βγάζει το ελληνικό Δημόσιο στις αγορές χωρίς να έχει καλύψει βασικά κενά της οικονομικής πολιτικής, ώστε να υποχωρήσουν τα επιτόκια δανεισμού και να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους.

Η οικονομική προχειρότητα μπορεί να συνδέεται με σχεδιασμό βουλευτικών εκλογών το φθινόπωρο του 2018, μεταξύ της επίσημης λήξης του τρίτου προγράμματος και της εφαρμογής των νέων μνημονιακού τύπου μέτρων από 1ης Ιανουαρίου 2019.

Το Βήμα της Αιγιάλειας
Author: Το Βήμα της Αιγιάλειας
Ανεξάρτητη eφημεριδα άποψης.

BLOG COMMENTS POWERED BY DISQUS